Για τις εργασιακές σχέσεις

Για τις εξελίξεις στις εργασιακές σχέσεις στις γυναίκες στις συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης

 Οι εργασιακές σχέσεις και οι αλλαγές που προωθούνται σε αυτές σε βάρος της εργατικής τάξης δεν αφορά ειδικά τις γυναίκες, αλλά το σύνολο των εργαζομένων. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την ανισότιμη θέση της γυναίκας στον καπιταλισμό γενικά, το γεγονός ότι οι εργαζόμενες γυναίκες αποτελούν κατά κανόνα μαζί με τη νεολαία το πιο εκμεταλλευόμενο τμήμα της εργατικής τάξης χρειάζεται να μελετήσουμε τις εξελίξεις στις εργασιακές σχέσεις από τη σκοπιά του πως επιδεινώνεται παραπέρα η θέση της μισθωτής στην παραγωγική διαδικασία και μάλιστα σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης.

«Οι εργάτες σαν αγοραστές εμπορεύματος έχουν σημασία για την αγορά. Η κεφαλαιοκρατική όμως κοινωνία έχει την τάση να περιορίζει στο κατώτατο όριο την τιμή του εμπορεύματός τους – της εργατικής δύναμης – όταν αντικρίζει τους εργάτες σαν πουλητές».(Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 2ος, σελ. 315)

Ο Μαρξ σ’ αυτό το ζήτημα, στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» αναφέρει: «Η αξία της εργατικής δύναμης, εξαιτίας της φθοράς της, μεγαλώνει όταν μεγαλώνει η διάρκεια της λειτουργίας της και μεγαλώνει σε μεγαλύτερη αναλογία από την αύξηση της διάρκειας της λειτουργίας της» (Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, σελ. 563 – 564).

Μόλις η εργάσιμη μέρα παύσει να ‘χει έναν καθορισμένο αριθμό ωρών, τότε έχουμε υπερεκμετάλλευση. Ο Μαρξ σχετικά μ’ αυτό αναφέρει: «Καταργείται η σχέση ανάμεσα στην πληρωμένη και απλήρωτη εργασία. Ο κεφαλαιοκράτης μπορεί τώρα να βγάζει από τον εργάτη μιαν ορισμένη ποσότητα υπερεργασίας, χωρίς να του παραχωρεί τον αναγκαίο για την αυτοσυντήρησή του χρόνο εργασίας. Μπορεί να εκμηδενίζει κάθε κανονικότητα στην απασχόληση και, απόλυτα σύμφωνα με την ευκολία, την αυθαιρεσία και το συμφέρον της στιγμής, να εναλλάσσει την πιο τρομερή υπερβολική εργασία με τη σχετική ή ολοκληρωτική ανεργία. Με το πρόσχημα ότι πληρώνει την “κανονική τιμή της εργασίας”, μπορεί να παρατείνει αφύσικα την εργάσιμη μέρα, χωρίς καμιά αντίστοιχη ισοστάθμιση για τον εργάτη. Σ’ αυτό οφείλεται η πέρα για πέρα λογική εξέγερση (1860) των εργατών οικοδόμων του Λονδίνου ενάντια στην απόπειρα των κεφαλαιοκρατών να επιβάλουν αυτό το ωρομίσθιο. Ο περιορισμός με νόμο της εργάσιμης μέρας βάζει τέρμα σ’ αυτή την ασχημία αν και δε βάζει φυσικά τέρμα στην υποαπασχόληση που πηγάζει από το συναγωνισμό των μηχανών, από την αλλαγή στην ποιότητα των χρησιμοποιουμένων εργατών, καθώς και από τις μερικές και γενικές κρίσεις». (Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 1ος, σελ. 563).

 

Από το Μάρτη του 2010 μέχρι σήμερα έχουν παρθεί μια σειρά αντιλαϊκά – αντεργατικά μέτρα που στόχο έχουν στο έδαφος της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων.

Η συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης αποτελεί για το κεφάλαιο μονόδρομο και επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από τις αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις σε επίπεδο εργασιακών σχέσεων, μισθών και Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ).

Οι εργαζόμενες γυναίκες στην πλειοψηφία τους όχι απλά είναι το πιο εκμεταλλευόμενο τμήμα της εργατικής τάξης, αλλά ότι χρησιμοποιούνται και ως όχημα προκειμένου
να επιταχυνθεί κάθε φορά η εφαρμογή νέων αντεργατικών επιλογών της αστικής τάξης. Π.χ. Η μερική απασχόληση ντύθηκε με τον ιδεολογικό μανδύα της διευκόλυνσης των γυναικών, ώστε να συνδυάζουν την ευθύνη που έχουν για το οικογενειακό νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών με τον επαγγελματικό βίο.

Εξηγείται άλλωστε στη βάση της δομής της ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας το γιατί οι γυναίκες αποτελούν πραγματικά σήμερα το τμήμα εκείνο των εργαζομένων που μετράει τα υψηλότερα ποσοστά σε ανεργία, σε θέσεις μερικής απασχόλησης, αλλά και σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας.

Η μη αναγνώριση του κοινωνικού χαρακτήρα της μητρότητας, η έλλειψη σε μονάδες φροντίδας και Πρόνοιας για τους εξαρτημένους ενήλικες μιας οικογένειας και τα παιδιά δένουν τη γυναίκα με το νοικοκυριό, την αναγκάζουν είτε να αποχωρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα από την εργασία ή να αποδέχεται αυτό που λέμε τη μερική απασχόληση, ώστε να ανταποκρίνεται στο διπλό της ρόλο, καθώς ο οικογενειακός προϋπολογισμός δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα που προκύπτουν για τη φροντίδα των ηλικιωμένων, των χρονίως πασχόντων και των παιδιών. Αυτά οδηγούν στο να ξεκόβεται η εργαζόμενη γυναίκα από την παραγωγή, να μην έχει εισόδημα και Κοινωνική Ασφάλιση, να χάνει προϋπηρεσία, να μην επιλέγεται σε θέσεις ευθύνης ή να αναγκάζεται να συμβιβάζεται με θέσεις εργασίας σε κλάδους όπου το μεροκάματο είναι μικρότερο και η επαγγελματική εμπειρία δε θεωρείται προαπαιτούμενο (π.χ. Εμπόριο, Υπηρεσίες, κλπ.), να εργάζεται ανασφάλιστη, κ.ά. Φυσικά, πέραν των προαναφερόμενων, εξακολουθεί να δυσκολεύεται η γυναίκα περισσότερο να βγει στην παραγωγή, να βρει δουλειά, σε σχέση με τον άντρα. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένα επαγγέλματα τα οποία ποντάρουν σε ορισμένα χαρακτηριστικά της γυναίκας στις συνθήκες του καπιταλισμού όπως μπαρ, υπηρεσίες καθαριότητας, καμαριέρες, πωλήτριες, υπάλληλοι σε κομμωτήρια, κ.ά.

Είναι ενδεικτικό, ότι τόσο το Β’ τρίμηνο του 2007, όσο και το Β’ τρίμηνο του 2011 το 42,5% και το 53,3% αντίστοιχα των γυναικών αναγκάστηκαν να εργαστούν με καθεστώς μερικής απασχόλησης[1] αναγκάστηκαν επειδή δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά με πλήρη απασχόληση.

Φαίνεται ξεκάθαρα, ότι παρόλο που η μερική απασχόληση για το σύνολο των εργαζομένων βρίσκεται στην Ελλάδα ακόμη σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την πλήρη (Β’ τρίμηνο 2007 5,5% και Β’ τρίμηνο 2011 6,4%) παρουσιάζεται μια τάση ανόδου της συγκεκριμένης μορφής εργασίας. Πρόκειται για αντικειμενική τάση στα πλαίσια της αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο, η οποία αποτυπώνεται και στις κατευθύνσεις της ΕΕ, όπως στο πακέτο μέτρων που περιλαμβάνεται στο Σύμφωνο για το Ευρώ, στη Στρατηγική «Ευρώπη 2020».

Είναι χαρακτηριστικό το μοντέλο των minijobs που υπάρχει στη Γερμανία. Πρόκειται για μια μορφή μερικής απασχόλησης που εφαρμόστηκε σταδιακά από το 1990 μέχρι το 2003 με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις Hartz, οι οποίες υποτίθεται πως είχαν στόχο τη μείωση της ανεργίας, η οποία όμως αυξήθηκε. O εργαζόμενος στα minijobs αμείβεται με 400 ευρώ το πολύ το μήνα, ενώ το κόστος ζωής είναι κατά μέσο όρο υψηλότερο σε σχέση με την Ελλάδα. Ο εργοδότης καταβάλλει 120 ευρώ στο κράτος ως εργοδοτικό φόρο και κοινωνική ασφάλιση του εργαζομένου και με αυτόν τον τρόπο ο εργαζόμενος αφενός συνεχίζει να συνδέεται με το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων και δεν εμφανίζεται άνεργος, αφετέρου όμως αυτά που βγάζει δεν του φτάνουν για να ζήσει! Είναι χαρακτηριστικό ότι την άνοιξη του 2011 οι εργαζόμενοι στα mini-job ήταν συνολικά 7,3 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 3,2 εκατομμύρια ήταν γυναίκες, των οποίων αποτελούσε τη μόνη εργασιακή απασχόληση.

Οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στα minijobs, αν και τυπικά έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση, αμείβονται με χαμηλότερους μισθούς, έχουν λιγότερα ένσημα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σύνταξη και την παροχή υπηρεσιών Υγείας – Πρόνοιας. Οπότε η επιτυχία του μοντέλου φαίνεται ότι περιορίζεται στο να φουσκώνουν ακόμα περισσότερο τα κέρδη των καπιταλιστών από το μεγαλύτερο ποσοστό υπεραξίας που αποσπούν από τους εργαζόμενους με τέτοιες μορφές εργασίας.

Αντικειμενικά, λοιπόν, η επίθεση που δέχεται συνολικά σήμερα η εργατική τάξη σε μισθούς, εργασιακά δικαιώματα, κλπ. βαραίνει πολλαπλάσια τις εργαζόμενες γυναίκες.

Οι βασικές μορφές ελαστικής εργασίας

Αναφερόμαστε σε όλες αυτές τις μορφές εργασίας που αποκλίνουν από το καθεστώς μονιμότητας (δημόσιο, ημικρατικές επιχειρήσεις), τις συμβάσεις αορίστου χρόνου, το 8ωρο, 7ωρο, με τηρούμενες τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.

Ως Προσωρινή Απασχόληση νοείται η εργασία η οποία παρέχεται σε άλλον εργοδότη (έμμεσος εργοδότης) για περιορισμένο χρονικό διάστημα από μισθωτό ο οποίος συνδέεται με τον εργοδότη του (άμεσος εργοδότης) με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου. Η μορφή αυτή εργασίας προωθείται μέσω Εταιριών Προσωρινής Απασχόλησης (άμεσος εργοδότης), οι οποίες προσλαμβάνουν εργαζόμενους τους οποίους «διαθέτουν» σε επιχειρήσεις, οι οποίες απαλλάσσονται από τη δαπάνη του χρόνου για την αναζήτηση φτηνού κι ευέλικτου προσωπικού.

Στα πλαίσια της προσωρινής εργασίας μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τις λεγόμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, οι οποίες ξεκινούν ακόμα και από συμβάσεις μίας μέρας. Τόσο στο Δημόσιο, όσο και στον Ιδιωτικό τομέα εφαρμόζονται με πρόσχημα την κάλυψη έκτακτων αναγκών. Η πείρα, όμως, έχει δείξει, ότι μέχρι πριν την εκδήλωση της κρίσης στις περισσότερες των περιπτώσεων οι συμβάσεις αυτές ανανεώνονταν διαρκώς.

Η Μερική Απασχόληση μπορεί να οριστεί ως η σχέση εξαρτημένης εργασίας όπου ο εργαζόμενος προσφέρει εργασία μικρότερης διάρκειας από την κανονική και λαμβάνει αντιστοίχως και μικρότερη αμοιβή.

Θεσπίστηκε με το ν. 1832/90, επεκτάθηκε με το ν. 2639/98 και μάλιστα παρουσιάστηκε με το πρόσχημα της διευκόλυνσης των εργαζομένων και ιδιαίτερα των εργαζομένων γυναικών για το «συγκερασμό οικογενειακών κι επαγγελματικών υποχρεώσεων».

Εργαζόμενοι στις εργολαβίες. Αντί να προσλαμβάνονται εργαζόμενοι, ανατίθενται τομείς δουλειάς σε εργολάβους (π.χ. καθαρίστριες στα Δημόσια Νοσοκομεία, στα σχολεία, κλπ., συνεργεία σε μονάδες της ΔΕΗ, φύλαξη, κ.ά.). Ιδιαίτερα στο Δημόσιο και ευρύτερο Δημόσιο τομέα, αλλά και σε κλάδους, όπως Κλωστοϋφαντουργία, Ενέργεια, Πετρέλαια, κλπ., βλέπουμε το καθεστώς αυτό ολοένα να επεκτείνεται. Σε αυτούς τους χώρους παρατηρείται το φαινόμενο της αδήλωτης, μαύρης εργασίας, η εντατικοποίηση της δουλειάς με ημερήσιο χρόνο εργασίας 12ωρο και πάνω, ακόμη και τα Σαββατοκύριακα (Πετρέλαια), οι πολύ χαμηλοί μισθοί, κλπ.

Εργαζόμενοι με μπλοκάκια. Με το καθεστώς αυτό οι εργαζόμενοι εμφανίζονται ως αυτοαπασχολούμενοι, πληρώνοντας οι ίδιοι για την Κοινωνική τους Ασφάλιση, ενώ οι εργοδότες απαλλάσσονται πλήρως από την καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, την πληρωμή δώρων και επιδομάτων, τις αποζημιώσεις απολύσεων, κλπ.

Εκ περιτροπής εργασία θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας, που σημαίνει ότι ανάλογα με τις ανάγκες για μεγιστοποίηση της κερδοφορίας της επιχείρησης ή συγκράτηση της πτώσης της του ο εργοδότης μπορεί να προσαρμόσει τις ημέρες δουλειάς και κατ’ αναλογία το μισθό του εργαζομένου.

Για τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις

  1. Με το ν. 3846/10 επεκτείνεται η μερική απασχόληση και στις πρώην ΔΕΚΟ, σε φορείς και οργανισμούς του Δημόσιου. Πρακτικά σημαίνει λιγότερες ώρες εργασίας με μικρότερο μισθό και με λιγότερα εργασιακά, ασφαλιστικά δικαιώματα.

Με το ν. 3899/10 οι όροι της μερικής απασχόλησης μπορούν πλέον να τροποποιηθούν σε χειρότερη κατεύθυνση για τους εργαζόμενους με ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις, π.χ. να μην πληρώνεται προσαυξημένη η ώρα πέραν του μειωμένου ωραρίου που έχει συμφωνηθεί. Με τον ίδιο νόμο καταργείται η δυνατότητα προσφυγής ενός Σωματείου ή μιας Ομοσπονδίας στον ΟΜΕΔ (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας) για θέματα που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της μερικής απασχόλησης.

Σύμφωνα με το ΣΕΠΕ, οι συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης που μετατράπηκαν το πρώτο δίμηνο του 2011 σε μερική απασχόληση είναι αυξημένες κατά περίπου 200%, σε σχέση με το 2010 και οι συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης που μετατράπηκαν με τη «σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων» σε εκ περιτροπής αυξήθηκαν κατά περίπου 1.122%. Η μετατροπή μονομερώς από τους εργοδότες των συμβάσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης σε μερικής αυξήθηκε κατά 2.725% σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του 2010. Και αυτά είναι μοναχά τα δηλωθέντα στο ΣΕΠΕ στοιχεία.

Δεδομένου ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΠΕ για το 2010 το 33,62% των εργαζόμενων γυναικών απασχολούνται με μερική απασχόληση γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι τις συνέπειες του μέτρου αυτού θα τις βιώσουν πρώτα οι γυναίκες.

  1. Η εκ περιτροπής εργασία επεκτάθηκε (ν. 3846/10) από το χρονικό όριο των έξι μηνών που ίσχυε στους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Ήδη μέσα στο 2010 αυξήθηκε κατά 17,86%. Η εκ περιτροπής εργασίας (και η μερική απασχόληση) δίνουν τη δυνατότητα στους κεφαλαιοκράτες να συμπιέζουν χρονικά την ποσότητα της εργασίας στο πλαίσιο της εργάσιμης ημέρας. Άρα, μέσω της εντατικοποίησης βαθαίνει η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.
  2. Οι καπιταλιστές με τη στήριξη των εκάστοτε κυβερνήσεων, των κομμάτων που στηρίζουν την πολιτική της ΕΕ, του κυβερνητικού κι εργοδοτικού συνδικαλισμού εφαρμόζουν σύγχρονες μορφές σκλαβοπάζαρων, μέσω των Γραφείων Εύρεσης Εργασίας ή τις Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης, όπως ονομάζονται «θεσμικά». Οι θεσμοί αυτοί ξεκίνησαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του ’90 και νομιμοποιήθηκαν από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2001. Κάτω από το βάρος της ανεργίας, αναγκάζονται σήμερα περίπου 50.000 εργαζόμενοι να εργάζονται μέσα από τα Γραφεία αυτά. Μόνο στον τομέα της καθαριότητας υπολογίζεται ότι εργάζονται 15.000 περίπου γυναίκες. Συχνά δεν έχουν μόνιμο χώρο εργασίας, ούτε και μόνιμο αντικείμενο εργασίας, καθώς επιλέγονται για να αντικαταστήσουν κάποιον εργαζόμενο με άδεια ασθενείας στη μια ή την άλλη εταιρεία, να καλύψουν ορισμένα κενά σε περιόδους που αυξάνει η δουλειά, κλπ. Σε βάρος τους πλουτίζουν από τη μια ο άμεσος εργοδότης – Γραφείο και από την άλλη ο έμμεσος εργοδότης. Το καπιταλιστικό σύστημα επωφελείται διπλά από τις εργαζόμενες αυτές καθώς μέσω των ατομικών συμβάσεων τους στερεί τα όποια εργασιακά δικαιώματα που προβλέπονται σε ΣΣΕ, από την άλλη, γιγαντώνονται οι δυσκολίες να ενταχθούν στο όποιο εργατοϋπαλληλικό Σωματείο εξαιτίας της μετακίνησής τους από εργασιακό σε εργασιακό χώρο, από κλάδο σε κλάδο.

Παρατηρείται, ότι οι εργαζόμενες αυτές συχνότατα υπογράφουν διαφορετικές συμβάσεις από την ειδικότητα στην οποία δουλεύουν, με αποτέλεσμα να κερδίζουν οι εργοδότες (άμεσοι και έμμεσοι) από μη απόδοση παροχών, όπως επιδόματα (π.χ. Η/Υ, ξένων γλωσσών) αλλά και άδειες τοκετού, λοχείας, μητρότητας, μικρότερους μισθούς, κλπ. Η ασυδοσία δε σταματά όμως εκεί. Για τις εργαζόμενες με το καθεστώς της ενοικίασης το δικαίωμα στη μητρότητα απλά δεν υφίσταται.

Τα Γραφεία αυτά, με βάση το νομοθετικό πλαίσιο αμείβονται από τον έμμεσο εργοδότη, δεν επιτρέπεται να ζητούν χρήματα από τους εργαζόμενους, ωστόσο δεν είναι απίθανο να χρεώνουν και τους εργαζόμενους «μεσιτικά». Μέχρι το 2010 ίσχυε χρονικό όριο 18 μηνών για τη χρήση του καθεστώτος ενοικιαζόμενης εργασίας από τους άμεσους εργοδότες, που με το ν. 3846/10 επεκτάθηκε στους 36 μήνες. Σπάνια, βέβαια, τηρούνται τα όρια αυτά, καθώς μπορεί ανάμεσα στα 18μηνα και 36μηνα να μεσολαβήσει ένας μήνας μαύρης εργασίας ή και απόλυσης και μετά να γίνει επαναπρόσληψη και να παραμένει η εργαζόμενη περισσότερο διάστημα στην ενοικίαση.

  1. Η επιχειρούμενη κατάργηση των κλαδικών ΣΣΕ ανοίγει το δρόμο για την κατάργηση μιας σειράς κατακτημένων δικαιωμάτων που αφορούν τη μητρότητα και γενικότερα θετικές ρυθμίσεις υπέρ των γυναικών. (π.χ. μειωμένο ωράριο για νέες μητέρες, άρση προστατευτικών ρυθμίσεων των γυναικών από τη σεξουαλική παρενόχληση, άδειες για μονογονεϊκές οικογένειες, κλπ.). Ενδεικτικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, ότι και στο παρελθόν μέσω των ατομικών Συμβάσεων Εργασίας δεν τηρούνταν τα ειδικά ωράρια και οι άδειες μητρότητας, η απαγόρευση νυχτερινής εργασίας εγκύων, κ.ά. Τώρα οι εργοδότες με την κατάργηση των κλαδικών ΣΣΕ και την επέκταση των ατομικών Συμβάσεων Εργασίας στην ουσία αποκτούν «το ελεύθερο», ώστε να αντιμετωπίζουν το δικαίωμα στη μητρότητα ως ένα επιπλέον «κόστος εργασίας».
  2. Οι δεκάδες χιλιάδες απολύσεις που ήδη γίνονται στο Δημόσιο μέσω εφεδρείας (ν. 4024/2011), αλλά και οι χιλιάδες που επίκεινται κι αφορούν και τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα θα αγγίξουν σε μεγάλο βαθμό τις γυναίκες, καθώς το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται στο Δημόσιο είναι μεγάλο (σύμφωνα με την αστική στατιστική 488.100, δηλ. το 30% επί του συνόλου των εργαζόμενων γυναικών). Χιλιάδες γυναίκες θα βρεθούν το επόμενο διάστημα στην ανεργία.

Με την εξέλιξη αυτή μια σειρά υπηρεσίες και τομείς κοινωνικών παροχών, προκειμένου να καλύψουν τα κενά που θα προκύψουν, θα προσλαμβάνουν είτε συμβασιούχους (ήδη έγινε στους δημοτικούς Παιδικούς Σταθμούς), είτε εργαζόμενους μέσω των λεγόμενων προγραμμάτων Κοινωφελούς Εργασίας. Δηλαδή πάλι μια μάζα γυναικών θα απασχολείται προσωρινά και ελαστικά, με χαμηλά μεροκάματα κι ελάχιστα δικαιώματα, και ταυτόχρονα θα υποβαθμιστούν σημαντικοί τομείς κοινωνικών υπηρεσιών.

Επίσης, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου συμβασιούχοι, που οι συμβάσεις τους έχουν λήξει ή είναι άνεργοι, εργάζονται «εθελοντικά» σε Δήμους ή σε υπηρεσίες κοινωνικής πολιτικής διαφόρων φορέων, με την ελπίδα ότι σε περίπτωση που γίνουν προσλήψεις θα προτιμηθούν. Φαίνεται, ότι οι περιπτώσεις αυτές παρατηρούνται ολοένα και πιο συχνά.

Για την αύξηση του ορίου απολύσεων, τη μείωση της αμοιβής των υπερωριών και των υπαλληλικών αποζημιώσεων απόλυσης.

Με βάση τα Προεδρικά Διατάγματα του Ιούνη του 2010 οι επιχειρήσεις που απασχολούν από 20 έως 150 άτομα μπορούν να απολύουν μέχρι 6 εργαζόμενους το μήνα και οι επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 150 άτομα μπορούν να απολύουν μέχρι 5% επί του συνολικού αριθμού των εργαζομένων και μέχρι 30 άτομα το μήνα από 2% που ίσχυε.

Ταυτόχρονα μειώθηκε ο χρόνος προειδοποίησης που απαιτείται πριν την απόλυση και το αντίστοιχο ύψος της αποζημίωσης (από 10% – 50%). Του ουσιαστικό στην υπόθεση αυτή είναι, ότι ανοίγει ο δρόμος προκειμένου να απελευθερωθούν οι απολύσεις, να μπορεί να προσλαμβάνει και να απολύει ο εργοδότης ακόμη και χωρίς την καταβολή αποζημίωσης.

Σε ό,τι αφορά τις υπερωρίες, μειώθηκε η προσαύξηση της αμοιβής της υπερεργασίας για κάθε ώρα από 25% σε 20% και η προσαύξηση υπερωριακής αμοιβής για τις πρώτες 120 ώρες (όποτε κι αν συμπληρωθούν αυτές) από 50% σε 40% και για τις υπόλοιπες από τις 120 ώρες και πάνω από 75% σε 60%[2].

Καταργήθηκε η προσαύξηση του ωρομισθίου κατά 7,5% για τους εργαζόμενους, που εργάζονται λιγότερες από 4 ώρες την ημέρα και η προσαύξηση του ωρομισθίου κατά 10% για όσους εργάζονται πάνω από 4 ώρες.

Επεκτάθηκε η δοκιμαστική περίοδος των εργαζομένων από δύο μήνες σε δώδεκα, που σημαίνει, ότι μέχρι να συμπληρωθούν δώδεκα μήνες εργασίας ενός νέου προσλαμβανόμενου ο εργοδότης, επικαλούμενος τη δοκιμαστική περίοδο, μπορεί να προβεί σε απόλυση του εργαζόμενους χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωσης απόλυσης.

Τα Προεδρικά Διατάγματα του Ιούνη του 2010 χτυπούν βάναυσα το εισόδημα και την ποιότητα ζωής του συνόλου των εργαζομένων, νομιμοποιώντας την εργοδοτική ασυδοσία κι αυθαιρεσία σε ό,τι αφορά τα ωράρια και τις αμοιβές εργασίας, στους όρους πρόσληψης και απόλυσης εγκαθιδρύεται και επισήμως μια απέραντη εργασιακή ζούγκλα.

Ιδιαίτερα για τις γυναίκες που ήδη επωμίζονται τις διπλές ευθύνες του νοικοκυριού και της εργασίας προδιαγράφεται ένα μέλλον στην κυριολεξία ζοφερό, καθώς όχι μοναχά η ζωή τους γίνεται λάστιχο, αλλά ταυτόχρονα μεγαλώνουν οι πιέσεις και οι εκβιασμοί της εργοδοσίας.

Για τους μισθούς και τις ΣΣΕ

Φαίνεται, ότι οι μειώσεις σε μισθούς στον ιδιωτικό τομέα φτάνουν το 15%, σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις του ΣΕΠΕ. Ωστόσο, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη, καθώς τα στοιχεία του ΣΕΠΕ δεν συνυπολογίζουν τις αδήλωτες μειώσεις που έχουν γίνει στον ιδιωτικό τομέα από τους εργοδότες και μπορεί να φτάνουν ακόμη και το 40% με παράλληλη μείωση ή και όχι του χρόνου εργασίας στο όνομα της αποφυγής της απόλυσης.

Με το νόμο 3899/2010 που στην ουσία καταργεί την ισχύ των κλαδικών ΣΣΕ, δίνοντας τη δυνατότητα οι επιχειρησιακές ΣΣΕ να αποκλίνουν από τις κλαδικές ΣΣΕ προς τα κάτω, δόθηκε στους εργοδότες το πράσινο φως για τη συρρίκνωση του εργατικού εισοδήματος. Επίσης το άρθρο 37 του πολυνόμου (ν. 4024/2011), στην ουσία α) δεν καθιστά υποχρεωτικές τις ΣΣΕ για όσους εργοδότες δεν ανήκουν στην εργοδοτική οργάνωση που τις υπογράφει. Εσχάτως, με ερμηνευτική εγκύκλιο ορίζεται, ότι οι εργοδότες ακόμη κι αν είναι μέλη των ενώσεων που υπογράφουν τις ΣΣΕ, μπορούν με επιχειρησιακή Σύμβαση Εργασίας να επιβάλλουν μειώσεις μισθών. β) Απλοποιεί τις διαδικασίες για δημιουργία ενώσεων προσώπων. Οι διατάξεις αυτές οδήγησαν στη δημιουργία εργοδοτικών ενώσεων προσώπων (βλ. όμιλος Σαράντη ΑΕ – Όλυμπος, Τυράς, Ροδόπη ΑΕ), οι οποίες λειτουργούν ως φύλακες των εργοδοτικών συμφερόντων στις όποιες διαπραγματεύσεις μεταξύ εργαζομένων κι εργοδοτών.

Ο νόμος 3899/2010 έδωσε παράλληλα τη δυνατότητα προσφυγής της εργοδοσίας μονομερώς στον ΟΜΕΔ (Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας), παραχωρώντας της ένα ακόμη όπλο για να επιβάλλει μηδενικές αυξήσεις, ενώ περιορίστηκε η δυνατότητα του ΟΜΕΔ να επικυρώνει αυξήσεις στους μισθούς, αφού όπως προβλέπει ο καινούργιος νόμος πρέπει να παίρνεται υπόψη η «προστασία της ανταγωνιστικότητας».

Ο εφαρμοστικός νόμος του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, που ψηφίστηκε τον Ιούλη του 2011 δίνει τη δυνατότητα να προσλαμβάνονται οι νέοι από 18 μέχρι 25 χρονών με το 80% του κατώτερου μισθού (δηλαδή περίπου 500 ευρώ καθαρά), δηλαδή κάτω και από το ποσοστό (85%)που προέβλεπαν τα Προεδρικά Διατάγματα του Ιούνη. Λαμβάνοντας υπόψη, ότι το ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες 15 – 29 χρονών φτάνει το 40,8% (Γ’ τρίμηνο 2011), καταλαβαίνουμε ότι μια μεγάλη μερίδα νέων γυναικών θα απασχολούνται το επόμενο διάστημα για ένα κομμάτι ψωμί κυριολεκτικά. Να σημειώσουμε παράλληλα, ότι η σύμβαση μαθητείας προβλέπει μισθό ακόμη πιο μικρό, της τάξης του 70% επί του κατώτερου μισθού της ΕΓΣΕΕ για εργαζόμενους από 15 – 18 χρονών, δηλαδή καθαρά περίπου 440 ευρώ.

Με την εγκύκλιο μάλιστα που έβγαλε το Υπουργείο Εργασίας πρόσφατα οι μεγαλοεπιχειρηματίες θα μπορούν να επεκτείνουν αυτό το χρόνο σε άλλα δύο χρόνια, αλλάζοντας ειδικότητα στους νέους εργάτες, αρκεί αυτό να μη συμβαίνει ενός της επιχείρησης. Πρόκειται για καταδίκη κυριολεκτικά σε δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί – ανεργία – και πάλι δουλειά για ένα κομμάτι ψωμί και εργασιακή περιπλάνηση. Οι στόχοι τους είναι η νέα βάρδια της εργατικής τάξης να αξιοποιηθεί ως μοχλός πίεσης στους εργαζόμενους μεγαλύτερων γενεών που έχουν υψηλότερες απολαβές.

Παραπέρα καρατόμηση των εργασιακών σχέσεων, που έχει επίπτωση και στους μισθούς, θα επιφέρει και η εφαρμογή των Προγραμμάτων της λεγόμενης Κοινωφελούς Εργασίας, όπου θα απασχολούνται σε Δήμους και Περιφέρειες άνεργοι μέχρι 5 μήνες με ανώτατο όριο «επιδόματος κοινωνικής εργασίας» τα 625€ μεικτά μηνιαίως.

Σφαγή στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, πέραν των δραματικών μειώσεων που υπέστησαν το 2011, φέρνει και το ενιαίο μισθολόγιο, το οποίο καταργεί ολοκληρωτικά το 13ο και το 14ο μισθό και τους υποκαθιστά με επιδόματα (500€ τα Χριστούγεννα και από 250€ το Πάσχα και το καλοκαίρι), καταργεί όλα τα επιδόματα εκτός από το οικογενειακό και τα βαρέα και μειώνει τους βασικούς μισθούς. Στην ουσία οι μειώσεις φτάνουν τα 25% – 40%.

Ταυτόχρονα, προετοιμάζεται νέα σφαγή των μισθών στον ιδιωτικό τομέα το επόμενο διάστημα με την επιχειρούμενη κατάργηση του κατώτερου μισθού, τη μείωση ή κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, κλπ. Χρειάζεται να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις.

Το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων το επόμενο διάστημα θα πέσει κατακόρυφα. Ήδη, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ που δημοσιεύτηκε στις 03/01/12 το 20,1% του πληθυσμού της Ελλάδας, δηλαδή περισσότεροι από 3 εκατομμύρια ζουν με λιγότερα από 7.180 ευρώ ατομικό εισόδημα το χρόνο.

Ιδιαίτερα επιβαρυντικές είναι οι συνέπειες για τις γυναίκες, καθώς ο πληθυσμός που απειλείται από τη φτώχεια είναι κύρια:

  1. Γυναίκες άνεργες (40,0%)
  2. Μονογονεϊκά νοικοκυριά με, τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί (33,4%)
  3. Μονοπρόσωπα νοικοκυριά με μέλος γυναίκα (27,7%)

Ταυτόχρονα, χρειάζεται να πάρουμε υπόψη μας, ότι η οικονομική πάλη, που προσδιορίζεται καταρχήν μέσα από την πάλη για ΣΣΕ, είναι αυτή που σε πρώτη φάση τραβάει τους μισθωτούς στον αγώνα, τους πείθει για την αναγκαιότητα της συμμετοχής στην οργανωμένη πάλη.

Με την κατάργηση των ΣΣΕ, την καθιέρωση των ατομικών Συμβάσεων, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων περιορίζονται τα μέσα για την πάλη αυτή. Αυτό καλλιεργεί, ιδιαίτερα στο κομμάτι εκείνο των μισθωτών που είναι άπειρο, τη μοιρολατρία, την απογοήτευση, το συμβιβασμό.

Η θέση μας

Σήμερα που η γυναίκα δέχεται με ιδιαίτερη επιθετικότητα τις επιπτώσεις που απορρέουν από την καπιταλιστική οικονομική κρίση, είναι αναγκαίο όσο ποτέ να συνειδητοποιήσει τη δύναμή της που θα εκφραστεί μέσα από την οργανωμένη δράση της στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, στο γυναικείο κίνημα, απαιτώντας την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών της ίδιας αλλά και γενικότερα των σύγχρονων αναγκών της λαϊκής οικογένειας, της νεολαίας, των παιδιών, των ηλικιωμένων.

Δε φτάνουν οι αμυντικοί αγώνες. Χρειάζεται να αναδεικνύεται καθημερινά, ότι η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και οι παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας δημιουργούν τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για μια ριζικά διαφορετική οργάνωση της οικονομίας και της εξουσίας με βασικό χαρακτηριστικό τη μετατροπή της ιδιοκτησίας του μεγάλου κεφαλαίου σε κοινωνική ιδιοκτησία και δίπλα της τον παραγωγικό συνεταιρισμό.

Μια λαϊκή οικονομία με εργατικό και λαϊκό έλεγχο, με κεντρικό, επιστημονικά οργανωμένο σχεδιασμό, μπορεί να απελευθερώσει τις εγχώριες παραγωγικές δυνατότητες, γιατί έχει γνώμονα τη συνδυασμένη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, εξαλείφοντας οριστικά την αναρχία της παραγωγής, τη ζούγκλα του ανταγωνισμού των μονοπωλιακών ομίλων για το μεγαλύτερο κέρδος. Μόνο η λαϊκή εξουσία μπορεί να αξιοποιήσει και να κατανείμει σε αυτήν την κατεύθυνση το σύνολο του εργατικού δυναμικού της χώρας.

Με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες χρειάζεται να αναδεικνύουμε τη θέση μας για:

Μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους, απαγόρευση όλων των ελαστικών μορφών απασχόλησης. Κατοχύρωση του 35ωρου, 7ωρου, 5ήμερου και διασφάλιση της κυριακάτικης αργίας. Αποτελούν προϋπόθεση προκειμένου να μπορεί να εξασφαλίζεται η ολόπλευρη αναπλήρωση της φθοράς της εργατικής δύναμης, που έχει να κάνει τόσο με τις βιολογικές ανάγκες των εργαζομένων (ανάπαυση, ένδυση, σίτιση, κλπ.), όσο και με τις κοινωνικές τους ανάγκες, όπως είναι η συμμετοχή στο συνδικαλιστικό κίνημα, ο αθλητισμός, η ψυχαγωγία, κλπ.

Πρακτική άσκηση των σπουδαστών με πλήρεις αποδοχές και εργασιακά, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα, καθώς εντάσσεται στα πλαίσια της εκπαιδευτική διαδικασίας και δεν μπορεί να αποτελεί πρόσθετη πηγή κερδοφορίας και εκμετάλλευσης για τους εργοδότες.

Έξι (6) ώρες δουλειάς για τα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα προκειμένου να αναπληρώνεται η πρόσθετη φθορά της εργατικής δύναμης.

Έξι (6) ώρες δουλειάς για μαθητές, σπουδαστές και φοιτητές που αναγκάζονται να δουλεύουν, προκειμένου να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του σχολείου και της σχολής (παρακολούθηση, διάβασμα, κλπ.) και να μην εγκαταλείπουν τις σπουδές τους.

Η ανεργία δεν μπορεί να εξαλειφθεί στα πλαίσια του καπιταλισμού, καθώς είναι σύμφυτη με αυτόν. Στη βάση αυτή χρειάζεται να αναδεικνύουμε ολοκληρωμένα τη δέσμη μέτρων που έχουμε επεξεργαστεί για την προστασία των ανέργων, με βασικό άξονα τη θέση μας για επίδομα ανεργίας 1.120 ευρώ για όλη τη διάρκεια της ανεργίας, για όλες τις κατηγορίες των ανέργων, με πλήρη και δωρεάν υγειονομική φροντίδα και περίθαλψη χωρίς προϋποθέσεις.

24/01/12



[1] Με βάση την αστική στατιστική μερική απασχόληση θεωρείται όποια σύμβαση εργασίας δεν είναι 8ωρη, 5θήμερη, 40ωρη, δε συμπεριλαμβάνονται δηλαδή συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κλπ.

[2] Υπερεργασία είναι 8 ώρες την εβδομάδα που δικαιούται ο εργοδότης να απασχολεί τον εργαζόμενο, πέραν του κανονικού ωραρίου εργασίας και που ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να τις εργαστεί. Ο χρόνος πέρα των 8 αυτών ωρών είναι υπερωρίες και τυπικά ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να τις εργαστεί.