Πριν από την επίσημη έναρξη του 11ου Συνεδρίου της ΟΓΕ, 9 συναγωνίστριες κατέθεσαν στιγμιότυπα και καταστάσεις από την καθημερινή ζωή στην Ελλάδα του σήμερα, όπως βιώνονται από χιλιάδες γυναίκες του μόχθου, που αγωνιούν και αναζητούν λύση στα προβλήματά τους, αλλά και τη διέξοδο προς ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτές και για τα παιδιά τους.
1. Είμαι η Σόνια και είμαι άνεργη. Δυο χρόνια τώρα είμαι άνεργη. Με την ανεργία στην οικογένεια τα πάμε καλά. Πότε ο ένας, πότε ο άλλος, πότε κι οι δυο… Δε θέλω άλλο να κοιμάμαι και να ξυπνάω με τη θλίψη και την ανημπόρια, να νιώθω άχρηστη και να πιστεύω πως είμαι υπεύθυνη γι’ αυτό. Υπάρχει κάτι που να με βγάλει από την απόγνωση;
2. Είμαι η Σεβαστή και είμαι πρόσφατα απολυμένη. Στην αρχή είχανε περικόψει τους μισθούς. Έτσι θα γλιτώσετε την απόλυση, μας είπαν οι διευθυντάδες. Το δεχτήκαμε. Αυτοί περικόψαν τους μισθούς, εμείς περικόψαμε πρώτα τη βόλτα, ύστερα το πετρέλαιο, μετά τ’ αγγλικά των παιδιών. Τώρα πρέπει να λογαριάσω τις καινούργιες περικοπές. Τόσο στο κρέας, τόσο στο λάδι, τόσο στο φάρμακο… Πολλοί λογαριασμοί. Με τόσους λογαριασμούς, δε μου φτάνει η μέρα. Πρέπει να περικόψω και τον ύπνο… Δεν μου επιτρέπονται πια τα όνειρα. Ούτε στον ύπνο ούτε στον ξύπνιο. Αλλά η διέξοδος ποια είναι;
3. Είμαι η Λίτσα κι είμαι νέα. Τα νιάτα μου τα ζηλεύουν πολλοί. Έχεις, μου λένε, το μέλλον μπροστά σου. Χρόνια για να δουλέψεις, να διασκεδάσεις, να κάνεις οικογένεια, να χαρείς παιδιά. Εγώ ζηλεύω την τύχη όσων πρόλαβαν να γεράσουν! Είμαι νέα και δεν έχω δουλειά. Ο σύντροφός μου ψευτοδουλεύει. Καμιά φορά μας ρωτούν γιατί δεν παντρευόμαστε… Κι εμείς, λένε, σας κι εσάς ήμασταν. Δέκα νοματέοι σ’ ένα δωμάτιο, το ’να παιδί πάνω στ’ άλλο, φτώχεια και των γονέων… Μη χειρότερα. Πέρασαν εκατό χρόνια κι ο κόσμος ξαναγύρισε εκεί που ήταν! Είμαστε νέοι τον εικοστό πρώτο αιώνα και δεν έχουμε πού να στεγάσουμε την αγάπη μας! Είμαι νέα γυναίκα και δεν ξέρω αν θα κρατήσω στην αγκαλιά μου παιδί, αν θα το γεννήσω γερό, αν θα μου ζητήσουν μια περιουσία για να συλλάβω… Αυτά είναι της μιας πεντάρας τα νιάτα που μακαρίζετε. Ποιον να κυνηγήσω για το κλεμμένο μέλλον μου που ούτε στ’ όνειρό μου δεν μ’ αφήνουνε να το δω;
4. Είμαι η Ειρήνη και δεν έχω πού ν’ αφήσω το παιδί μου. Δε μου το πήραν στον παιδικό σταθμό. Δεν έχει θέσεις, λέει. Ούτε προσωπικό έχει και μπορεί να κλείσει. Ναι, αλλά το παιδί μου είναι τριώ χρονώ και τι να το κάνω; Το πήρα μερικές φορές στη δουλειά. Εδώ δεν είναι μέρος για παιδιά, μου είπε τ’ αφεντικό. Τ’ άφησα στη μάνα μου. Εδώ δεν είναι μέρος για παιδιά, γκρίνιαζαν οι άλλοι που περίμεναν στην ουρά του γιατρού για να τους γράψει τα φάρμακα. Πουθενά δεν υπήρχε μέρος. Να το πάτε στον παιδικό σταθμό, μου είπαν όλοι. Από κει έρχομαι, τους είπα. Υπάρχει λύση στο πρόβλημά μου; Μακάρι να ’ξερα ποια είναι…
5. Είμαι η Φωτεινή κι είμαι αυτοαπασχολούμενη. Έχω ανοίξει ένα μαγαζάκι στη γειτονιά. Καλορίζικο!… με συγχάρηκαν οι γείτονες. Θα ’ρχόμαστε να ψωνίζουμε. Εμένα μου λες… Όσο τους είδατε εσείς, άλλο τόσο τους είδα κι εγώ. Μ’ έφαγε το σούπερ μάρκετ. Πού να τα βάλω με τις τιμές του. Όταν ο άλλος έχει ζόρια, λογαριάζει και το μονόλεπτο. Το σούπερ μάρκετ –εδώ που τα λέμε– πουλάει κάμποσα μονόλεπτα παρακάτω. Αφού μπορεί;… Εγώ δεν μπορώ! Θα μου πεις, τι το ’θελες κυρά μου το μαγαζί; Έλα ντε! Επιχειρηματίας, σου λέει ο άλλος. Τρίχες επιχειρηματίας… μόνο η εφορία σε λογαριάζει για επιχειρηματία, όταν σου τα παίρνει. Πώς γίνεται αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω. Όταν φτάνει η ώρα της πληρωμής, εμένα μ’ έχουν για μεγιστάνα, και το σούπερ μάρκετ για παρακατιανό! Δεν πάει στα κομμάτια… Δε φτάνει που κυνηγάω ολημερίς τον πελάτη με το δίκανο, λάστιχο έγινα για να τα προλάβω όλα. Σπίτι, παιδιά, σύζυγο, μαγαζί, προμηθευτές, λογαριασμούς… Μας έχουν φάει τ’ αυτιά με την πτώχευση. Σε μένα να ’ρθουνε να τους πω! Ας ήξερα μόνο το φταίχτη… αλλά πού να τον ψάξω; Ποιος θα με βοηθήσει να βρω το δίκιο μου;
6. Είμαι η Κανέλα κι είμαι αγρότισσα. Κόρη αγρότη, γυναίκα αγρότη… τα χωράφια είναι ο κόσμος μας και των χωραφιών ο κόσμος είμαστ’ εμείς. Μια ζωή να ζεις με την αγωνία –βρέξε θε μου, μη βρέχεις τώρα, έπεσε παγωνιά, σάπισε ο καρπός, πλάκωσε η τράπεζα, μας ρημάξανε οι φόροι… Σπίτι, παιδιά, χωράφι, ζωντανά. Σπέρνω, ζυμώνω, γλυκό ψωμί δεν έφαγα. Ακόμα και το νεραντζάκι που φτιάχνουμε στο συνεταιρισμό, πικρό-θεόπικρο είναι! Συνεταιρισμός σου λέει… για έλα καμιά φορά να μας δεις. Μια χούφτα πικραμένων γυναικών είμαστε εκεί μέσα, που μας γέλασαν ότι θα μας κάνουν αρχόντισσες και κυρές. Στο μεταξύ στα χωράφια φυτρώνουν φωτοβολταϊκά, τα χρέη αβγατίζουν, τα παιδιά ξενιτεύονται… κι εσύ να δουλεύεις ήλιο με ήλιο, χωρίς ανάσα, χωρίς ελπίδα, πονεμένη και ξεχασμένη απ’ όλους. Ποιος θα μου ξαναδώσει την περηφάνια μου;
7. Είμαι η Ελένη κι έχω ανάπηρο παιδί. Μου έχουν πει ότι στην αρχαία Σπάρτη τα πετούσαν σ’ ένα βάραθρο τ’ ανάπηρα παιδιά. Μόνο οι γεροί είχαν θέση σ’ εκείνη την κοινωνία. Σ’ αυτήν εδώ που ζούμε δε στο λένε. Το κάνουν χωρίς να στο πουν. Η γυναίκα που έχει ανάπηρο στην οικογένεια είναι καταδικασμένη στη λησμονιά. Δε ζει παρά για χάρη του αδύναμου που έχει την ανάγκη της και που δεν έχει άλλον από εκείνη. Αλλά τι φταίω εγώ για την κακοτυχιά μου; Ή μήπως η τύχη πρέπει ν’ αποφασίζει αν θα παραιτηθώ εγώ από τη ζωή κι αν η ζωή θα παραιτηθεί από μένα;
8. Είμαι η Ελπίδα κι είμαι εργαζόμενη. Ένα ολόκληρο τσούρμο ανθρώπων περιμένει από μένα λύσεις σε προβλήματα που δε λύνονται κι ούτε πρόκειται όπως πάει να λυθούν. Τι περιμένουν;… Ο εργοδότης να του δώσω τη ζωή μου ολόκληρη. Η οικογένεια να γεμίζω καθημερινά το τσουκάλι, να φροντίζω τα παιδιά, να γεροκομώ τους γερόντους. Να βρίσκω τρόπους για να ζεσταίνονται όταν δεν υπάρχει πετρέλαιο, να βλέπουν όταν κόβεται το απλήρωτο ρεύμα, να γιατροπορεύονται όταν δεν υπάρχει φράγκο για γιατρούς, φάρμακα, νοσοκομεία. Φτάνει πια! Είμαι γυναίκα και νιώθω ένα τίποτα. Αυτό το τίποτα όμως χρειάζεται δουλειά, μόρφωση, υγεία, πρόνοια, αξιοπρέπεια. Αυτό το τίποτα είναι μια γυναίκα που ζητά τη θέση της στη ζωή. Ζωή με δικαιώματα, όχι μόνο με υποχρεώσεις. Αλλά πώς να γλιτώσω από τις μυλόπετρες που μ’ έχουν βάλει στη μέση και με αλέθουν;
9. Είμαι η Νίκη και θα δουλεύω μέχρι να πεθάνω. Σύνταξη δεν ξέρω αν θα πάρω, κι αν πάρω θα είναι ένα ψίχουλο, σαν αυτό που πετάς στους ζητιάνους για να μη σ’ ενοχλούν. Ήθελες ισότητα; Φάε ισότητα, μου λένε. Θέλεις παιδιά; Κάνε παιδιά, αλλά δική σου δουλειά πώς θα τα κάνεις. Και δική μας δουλειά τι θα τα κάνουμε εμείς. Εσύ θα δουλεύεις μέχρι τα βαθιά γεράματα για να τ’ αναστήσεις. Εμείς, στο μεταξύ, θα πεθάνουμε στη δουλειά εσένα. Και στη συνέχεια θα πεθάνουμε στη δουλειά τα παιδιά σου. Ή στην αναδουλειά. Το ίδιο είναι. Φτάνει να είστε διαθέσιμοι και να μη διαμαρτύρεστε. Ε, λοιπόν όχι! Βαρέθηκα να μη διαμαρτύρομαι. Κι ούτε θέλω μόνο να διαμαρτύρομαι. Θέλω και ν’ αλλάξω τη ζωή μου. Αλλά μπορώ να το κάνω αυτό; Τι πρέπει να γίνει για να το πετύχω;
Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι
η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή
του σκλάβου που του μέλει να θαφτεί
Λαέ μη σκύψεις άλλο το κεφάλι
η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή
του σκλάβου που του μέλει να θαφτεί
Τραγουδώντας μαζί με το κοινό τους στίχους από το θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Το μεγάλο μας Τσίρκο» και ανεμίζοντας τις σημαίες της ΟΓΕ οι 9 συναγωνίστριες έδωσαν την απάντησή τους: