Θεατρικά έργα για θιασώτες ή υποψήφιους θεατρόφιλους!

«Γλέντι στον καιρό της πανούκλας»

Είναι η τελευταία από τις τέσσερις Μικρές Τραγωδίες του ρώσου ποιητή Αλέξανδρου Πούσκιν (1799 – 1837).

Πρόκειται για θεατρικό έργο που γράφτηκε το 1830 και αναφέρεται σε μια πόλη που αφανίζεται από την πανούκλα. Μία παρέα ανθρώπων στήνει ένα γλέντι έξω στον δρόμο, αλλά αυτή την άσωτη σύναξη έρχεται να διαλύσει ο ιερέας της πόλης…

Ο Πούσκιν γεννήθηκε στη Μόσχα το 1799 (26/5) και πέθανε το 1837 (29/1). Ήταν ένα μάλλον ασυνήθιστο για τα ρωσικά δεδομένα αγόρι, μελαχρινό με κατσαρά μαλλιά, μια που ο παππούς του ανήκε στη μαύρη φυλή (ήταν στρατιωτικός στην υπηρεσία του τσάρου). Οι γονείς του δεν τον αγάπησαν (άγνωστο για ποιο λόγο), έτσι το παιδί παρέμεινε σιωπηλό, κλεισμένο στον εαυτό του, μέχρι τα επτά του χρόνια που άρχισε ξαφνικά να εκφράζεται. Η γυναίκα που τον μεγάλωσε και του έδωσε την αγάπη της ήταν η Αρίνα Ροντιόνοβα, η νταντά του, μια γυναίκα του λαού που έγινε για τον Πούσκιν η πηγή των παραμυθιών και της λαϊκής λογοτεχνίας. Ο ποιητής αφιέρωσε στη μεγαλόψυχη παραμάνα του ένα ποίημα με την αφιέρωση: «Στην τροφό μου».

Στην ηλικία των εννέα χρόνων το διάβασμα έγινε η αγαπημένη του συνήθεια. Τα πρώτα του ποιήματα, γνωστά με τον τίτλο «Στίχοι από το Λύκειο», τα έγραψε στα δώδεκα. Το παιδί αυτό, που έζησε μια πολυτάραχη αλλά σύντομη ζωή, έμελε να γίνει ο μεγαλύτερος ποιητής της Ρωσίας, θεωρούμενος ως ο δημιουργός της νεότερης ρωσικής λογοτεχνίας. Ο Πούσκιν, αν και επηρέασε όλους τους μεταγενέστερους ρώσους λογοτέχνες, στον Ντοστογιέφσκι είχε βαθύτατη επίδραση, καθώς ο συγγραφέας εμπνεύστηκε ολόκληρα μυθιστορήματα από συγκεκριμένα ποιήματά του. Από τον Ντοστογιέφσκι ο Πούσκιν δέχτηκε και την καλύτερη αποτίμηση του έργου του. Η περιπετειώδης ζωή του ποιητή τελείωσε άδοξα σε μονομαχία… μία από τις πολλές στις οποίες είχε εμπλακεί εξαιτίας της νεαρής και άστατης συζύγου του.

Ένα από τα πιο γνωστά θεατρικά του έργα είναι ο Μπορίς Γκουντουνόφ.

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΟΦ, Ο Βυσσινόκηπος

Στις 17 Γενάρη του 1904, κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας ο «Βυσσινόκηπος» του Άντον Τσέχοφ.

            Ο Τσέχοφ εμπνεύστηκε τα έργα του σε μια εποχή που ο ρωσικός λαός (μουζίκοι, αγρότες, εργάτες) ζούσε μέσα στη φτώχεια, την εξαθλίωση και την αμάθεια. Οι δειλές κι ασήμαντες μεταρρυθμίσεις των τσάρων, ύστερ’ από τόσους αγώνες, μεγάλωναν την αγανάχτησή του. Η δουλοπαροικία καταργήθηκε το 1861, οι δούλοι ελευθερώθηκαν, μα το πνεύμα της δουλείας και της σκληρής καταπίεσης εξακολουθούσε να δεσπόζει στις τάξεις των αφεντάδων. Ο λαός είχε αρχίσει να ξεσηκώνεται. Σχημάτιζε οργανώσεις και αντιδρούσε και φανερά και κρυφά. Η άρχουσα φεουδαρχική τάξη παρακολουθούσε ανήσυχη τα γεγονότα, οχυρωμένη πίσω απ’ τον Τσάρο, πελαγωμένη μέσα στην κοχλάζουσα ζύμωση, τις κοινωνικές και πνευματικές ανακατατάξεις, μετέωρη και απαράσκευη, χωρίς πίστη και ιδανικά, ανέτοιμη ψυχικά και πνευματικά ν’ αντισταθεί στην επερχόμενη τρομερή χιονοστιβάδα.

            Ο «Βυσσινόκηπος» αποτελεί προανάκρουσμα των επαναστάσεων του 1905 και του 1917. Οι θεατρικοί χαρακτήρες του Λοπάχιν και του Τροφίμοφ εκφράζουν το άμεσο και το απώτερο μέλλον της Ρωσίας. 

            Ο Κονσταντίν Στανισλάφσκι, σκηνοθέτης, ηθοποιός και δάσκαλος, ήταν εκείνος που ανέδειξε για πρώτη φορά τα έργα του Τσέχοφ, αποκαλύπτοντας το ιδιόμορφο κλίμα, την ποίηση και την υποβλητική ατμόσφαιρα του τσεχοφικού θεάτρου. Ο Στανισλάφσκι ανέβασε και το «Βυσσινόκηπο», τελευταίο θεατρικό έργο του Τσέχοφ, στο οποίο ζωγραφίζεται η κατάρρευση της φεουδαρχίας και η άνοδος μιας πρωτόγονης αλλά δυναμικής καπιταλιστικής αστικής τάξης, ενώ στον ορίζοντα διαφαίνονται οι επερχόμενες προοδευτικές δυνάμεις του σοσιαλισμού.

            Ο «Βυσσινόκηπος» υπήρξε η πιο θριαμβευτική πρεμιέρα του Θεάτρου Τέχνης της Μόσχας. Γιορτάζονταν μαζί και τα γενέθλια του Τσέχοφ (17 Γενάρη του 1860) και τα εικοσιπεντάχρονα της συγγραφικής του καριέρας. Ο σκηνοθέτης, οι ηθοποιοί, ο κόσμος, χειροκροτούσαν έξαλλοι από ενθουσιασμό στο τέλος της παράστασης. Ήταν ένα τεράστιο πνευματικό και καλλιτεχνικό γεγονός στο κατώφλι του 20ου αιώνα. Ο Τσέχοφ, στην πλατεία, τα ’βλεπε όλα αυτά συγκινημένος, μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο. Ξαφνικά τον έπνιξε ο βήχας και τον πήραν απ’ το θέατρο. Ξαναγύρισε στη Γιάλτα όπου διέμενε και σε δύο μήνες έφυγε με τη σύζυγό του, την ηθοποιό Όλγα Κνίπερ, για θεραπεία στο Μπαντενβάιλερ της Γερμανίας. Στις 2 Ιουλίου (με το παλιό ημερολόγιο) πέθανε από φυματίωση στα 44 χρόνια του.   

      Παρακολουθείστε τη ραδιοφωνική μετάδοση του Βυσσινόκηπου από το Θέατρο της Τετάρτης

ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ, Οι μικροαστοί

Ο Γκόρκι, όχι μόνο με τη δράση του, αλλά και με το έργο του (από το 1892 που εμφανίζεται στη λογοτεχνία), υπηρετεί τις επαναστατικές ιδέες του προελεταριάτου, και πολεμά την άρχουσα τάξη και τους συμμάχους της, τους μικροαστούς. Έχει αφομοιώσει τους καλύτερους «καρπούς» του ρομαντισμού, θαυμάζοντας τον κοινωνικό ρεαλισμό του Μπαλζάκ και του Φλομπέρ, το σατιρικό κριτικό δαιμόνιο του Γκόγκολ, τον ποιητικό ρεαλισμό του θεατρικού Τσέχοφ.

Με τους «Μικροαστούς» κάνει ιστορικό και επαναστατικό θέατρο και,  ταυτόχρονα, σπουδαίο ψυχολογικό θέατρο. Τα βάσανα, οι αδυναμίες, τα ελαττώματα, οι ιδέες, οι ελπίδες, οι απογοητεύσεις, οι χαμένες και κερδισμένες αγάπες του ανθρώπου, ζυμωμένα με τις πιο αντιπροσωπευτικές στιγμές της καθημερινότητας των ηρώων του, συνθέτουν ένα τετράπρακτο έργο μεγάλης δραματικής πνοής. Τα πρόσωπα είναι αντλημένα από την κοινωνική πραγματικότητα της Ρωσίας του 1901, όταν το προλεταριακό επαναστατικό κίνημα, παρά τις διώξεις, αρχίζει να φουντώνει, επηρεάζοντας και τον φοιτητικό κόσμο. Οι λαϊκές μάζες, είναι αναποφάσιστες ακόμα για το πού θα τραβήξουν.  Οι μικροαστοί, ψευτοβολεμένοι, βουλιάζουν στο βούρκο της μίζερης ζωής τους. Περιχαρακωμένοι στην οικογενειακή εστία, πνιγμένοι στις προκαταλήψεις, αμέτοχοι, αντιδραστικοί, χωρίς παιδεία, με μοναδική τους έγνοια το προσωπικό τους συμφέρον και την καλοπέραση, εμμένουν στον ατομικισμό τους, αντιπαλεύοντας με πάθος τα νέα κοινωνικά οράματα. Αγαπούν τα τιποτένια κι ασήμαντα, γαντζώνονται από τις ξεφτισμένες αξίες του κόσμου τους που πεθαίνει, σαπίζοντας στην ακινησία της αδιέξοδης ζωής τους.

Από την άλλη, ένας ολόκληρος κόσμος αρχίζει να αφυπνίζεται. Συνειδητά ή ασυνείδητα διαφοροποιείται από την αστική και μικροαστική τάξη, διεκδικώντας μία καλύτερη ζωή. Άντρες και γυναίκες αντιπροσωπεύουν αυτή την καινούργια ζωή που θ’ ανατείλει, ξέρουν κιόλας πως «τη φτώχεια δεν τη φοβούνται» και «τη δυστυχία θα την αντέξουν». Αγαπούν τη ζωή, το θόρυβο, τη δουλειά, τους χαρούμενους ανθρώπους, αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι «αφέντης είναι εκείνος που δουλεύει». Καταλαβαίνουν ότι ο άνθρωπος πρέπει να ρίχνει τη ματιά του στο μέλλον, να έχει φαντασία και πίστη στα όνειρά του. Δεν επιθυμούν να είναι παράσιτα που σέρνονται στα πόδια των άλλων. Εκείνο που οι μικροαστοί βρίσκουν γελοίο, οι μελλοντικοί επαναστάτες αντιλαμβάνονται ότι είναι γενναιότητα, κι ότι δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μην αλλάζει. Ακόμα και οι αφεντάδες τους «θα περάσουν κι αυτοί, θα σβήσουν όπως τα σπυριά στο γερό κορμί»…

Ο Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέτσκοφ (Γκόρκι στα ρωσικά θα πει «πικρός»), γεννήθηκε στο χωριό Νίζνι Νόβγκοροντ το 1868. Ορφανός και πάμφτωχος, πριν κλείσει τα δέκα του χρόνια, περιπλανήθηκε στη ρώσικη γη, αναζητώντας δουλειά. Δουλεύοντας σε διάφορα επαγγέλματα, ήρθε σε επαφή με τους φτωχούς εργάτες και τους μουζίκους, γνώρισε από κοντά την αθλιότητα, την ανέχεια και τον κατατρεγμό. Η ζύμωσή του με τον ανθρώπινο πόνο, τον εμπλούτισε με εμπειρίες τις οποίες χρησιμοποίησε από τα πρώτα του κείμενα.

Παρακολουθείστε τη θεατρική απόδοση του έργου από το Θέατρο της Δευτέρας

ΑΡΘΟΥΡ ΜΙΛΕΡ, Οι μάγισσες του Σάλεμ (Η δοκιμασία)

Το 1951, ο αμερικανός συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ επισκέφθηκε το Σάλεμ και μελέτησε τις δικογραφίες. Όπως αναφέρει στην Αυτοβιογραφία του, το φαινόμενο είχε εντυπωσιακές ομοιότητες με τις δραστηριότητες της μακαρθικής Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών. Η τελετουργικότητα ήταν ένα κοινό θεατρικό στοιχείο που συνέδεε το Σάλεμ του 1692 με την Ουάσινγκτον του 1950. Και στις δύο περιπτώσεις οι κατήγοροι γνώριζαν εκ των προτέρων ποιες ομολογίες θα έπρεπε να αποσπάσουν από τους κατηγορούμενους. Ο στόχος τους ήταν να προκαλέσουν τη δημόσια παραδοχή της ενοχής των υποδίκων.

            Το 1953, ανεβαίνει στο Μπρόντγουεϊ το έργο του Μίλερ The Crucible (Η δοκιμασία), βασισμένο στις δίκες των «μαγισσών» του 1692. Ο συγγραφέας είχε έρθει και ο ίδιος αντιμέτωπος με το μακαρθισμό, γέννημα του ψυχρού πολέμου, που επεδίωκε την εξάλειψη του «κομμουνιστικού δακτύλου» μέσα στις ΗΠΑ.

            Ο Μίλερ είχε δύο επιλογές εκείνη την εποχή. Ή να αλληγορήσει ή να απαγορευτεί το έργο του και να υποστεί και ο ίδιος το αντικομμουνιστικό «κυνήγι των μαγισσών». Προτίμησε να γράψει μια αλληγορία με σαφέστατο και συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο που αναφερόταν ειδικά στην εποχή του. Μοναδικός του στόχος ήταν να καταγγείλει στον αμερικανικό λαό το κυνηγητό που είχε εξαπολυθεί, για να καταδικαστούν στη συνείδηση του κόσμου οι μεσαιωνικές δίκες και καταδίκες ανθρώπων από το μακαρθισμό. Η μυθοπλαστική αλληγορία του είναι σαφής, χωρίς αοριστολογίες. Κατήγγειλε θαρραλέα τη δικαστική, αστυνομική και εκκλησιαστική εξουσία και τους χαφιέδες τους. Το ίδιο αιχμηρός υπήρξε απέναντι στην άρχουσα τάξη, τους νόμους και τους μηχανισμούς της, με τη «νόμιμη» άσκηση βίας που εφάρμοζε. Αποδοκίμασε τη μικροαστική νοοτροπία, τον ιδεολογικό συμβιβασμό και τη φοβία, που γεννά η άκριτη ευπιστία και η κατευθυνόμενη «έννομη τάξη», καταδικάζοντας τον πουριτανισμό, την αμορφωσιά, το σκοταδισμό.

            Η παγκόσμια πρώτη του έργου του Μίλερ στο Μπρόντγουεϊ σημείωσε αποτυχία. Όταν, την ίδια χρονιά, δόθηκε η πρώτη ευρωπαϊκή παράσταση στις Βρυξέλλες, οι θεατές νόμισαν ότι ο αμερικανός πρέσβης, που παραβρέθηκε ως θεατής, ήταν ο συγγραφέας και… τον επευφήμησαν! Η παρεξήγηση αυτή έδωσε την ευκαιρία στον ευρωπαϊκό Τύπο να επιτεθεί δριμύτατα εναντίον των μακαρθικών διώξεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο αληθινός συγγραφέας του έργου ήταν απών. Ο Μίλερ δεν μπορούσε να ταξιδέψει εκτός ΗΠΑ γιατί το υπουργείο Εξωτερικών είχε αρνηθεί να του ανανεώσει το διαβατήριο.

            Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά σε ελληνική σκηνή από το Εθνικό Θέατρο (1955), με τον τίτλο «Δοκιμασία (Οι μάγισσες του Σάλεμ)».

            Στον κινηματογράφο, το θεατρικό έργο του αμερικανού συγγραφέα μεταφέρθηκε δύο φορές. Ο Μίλερ διασκεύασε ο ίδιος το σενάριο για την πρώτη ταινία (1957), σε συνεργασία με τον Ζαν Πολ Σαρτρ. Πρωταγωνιστές ήταν ο Ιβ Μοντάν και η Σιμόν Σινιορέ. Ο Μίλερ υπέγραψε το διασκευασμένο σενάριο και για τη δεύτερη (1996). Η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούσαν ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις και η Γουινόνα Ράιντερ, παρουσιάστηκε στις ελληνικές αίθουσες με τον τίτλο «Οι μάγισσες του Σάλεμ».

Παρακολουθείστε τη ραδιοφωνική μετάδοση του έργου από το Θέατρο της Κυριακής

(Τρίτο Πρόγραμμα)

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ, Καληνύχτα Μαργαρίτα

Το έργο του Γεράσιμου Σταύρου «Καληνύχτα Μαργαρίτα» είναι μια θεατρική μεταφορά του διηγήματος του Δημήτρη Χατζή «Μαργαρίτα Περδικάρη», από την συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα «Το τέλος της μικρής μας πόλης». Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1967 από το Ελληνικό Λαϊκό θέατρο του Μάνου Κατράκη.

Το 1943, στην ελληνική επαρχία αναπτύσσεται ένα νέο είδος θεάτρου, που υπηρετεί τους σκοπούς του αντιστασιακού αγώνα: το «Θέατρο του βουνού». Το καλοκαίρι του 1944, ο Βασίλης Ρώτας μεταφέρει το πνεύμα θεάτρου στα βουνά. Με υπόδειξη της ΠΕΕΑ ιδρύει τον «Θεατρικό όμιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», ανταποκρινόμενος στο επίμονο αίτημα των αγωνιστών για θέατρο. Το θίασο αποτελούν επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά και ερασιτέχνες από τους αντάρτες. Ανάμεσά τους και ο συγγραφέας Γεράσιμος Σταύρου: «Κάθε περιοχή της ορεινής Ελλάδας που ελευθερωνόταν – από την άνοιξη του 1942 – οργάνωνε μαζί με την αντίσταση και την ψυχαγωγία της. Με τραγούδια κατέβαιναν στα χωριά οι πρώτοι αντάρτες, με χορούς τους υποδέχονταν…. Σ’ αυτό τον αγώνα, που τα νιάτα πρωτοστατούσαν σε όλα, βάλθηκαν ν’ ανοίξουν πάλι τα σχολειά, ν’ αντιμετωπίσουν τα καθημερινά ζητήματα: Καθαριότητα, υγεία, μόρφωση, ραδιόφωνο για τις ειδήσεις και, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, μεσ’ τις προτεραιότητες, το θέατρο έγινε η βάση για τα προγράμματα ψυχαγωγίας…»

Η Μαργαρίτα του Δημήτρη Χατζή, όπως ο ίδιος έχει πει, είναι βασισμένη σε αληθινό πρόσωπο, μια εξαδέλφη του που δολοφονήθηκε με βίαιο τρόπο για την αντιστασιακή της δράση. Εξάλλου είχε και ο ίδιος εμπειρία από τέτοια δράση, για την οποία βασανίστηκε και εξορίστηκε.

Το έργο εκτυλίσσεται στην Ελλάδα του 1944, στη διάρκεια της κατοχής. Η Μαργαρίτα μεγαλώνει σε αστική οικογένεια και σπουδάζει δασκάλα. Μυείται στον αντιστασιακό αγώνα. Παρά το γεγονός ότι, στην αρχή, μόνο από φιλότιμο δέχεται να βοηθήσει, στη συνέχεια αγωνίζεται συνειδητά, όταν αντιλαμβάνεται ότι μόνο το ΕΑΜ στέκεται πραγματικό στήριγμα του ελληνικού λαού. Παλεύει και η ίδια μαζί τους για μια κοινωνία χωρίς εκμεταλλευτές. Στο τέλος, την καταδίδει η ίδια της η οικογένεια, ένα μάτσο από μικρόψυχα και ψοφοδεή ανθρωπάρια, όλο κακία, υποκρισία και κακομοιριά.

«Όταν οι Γερμανοί την τουφέκισαν, στις αρχές του καλοκαιριού του 1944, λίγο πριν από την απελευθέρωση, η Μαργαρίτα δεν είχε πατήσει ακόμα τα είκοσι χρόνια της. Το λιγνό κορμί της βάσταξε μ’ απίστευτη αντοχή όλες τις κακουχίες της φυλακής, το στόμα της έμεινε κλεισμένο σ’ όλα τα μαρτύρια που μαθεύτηκε πως της κάνανε…

Ήταν η πρώτη γυναίκα στη δική μας πόλη που πέθαινε με τέτοιον τρόπο. Ως τα τότες οι γυναίκες εκεί ξέρανε μόνο να πεθαίνουν αμίλητες στο κρεβάτι ή το στρώμα τους απ’ αρρώστιες κι από γεράματα, πεθαίνανε πάνω στη γέννα ή τη λεχωνιά τους, από το μαράζι της φτώχειας, της κακής παντρειάς ή της ξενιτιάς των αντρών τους και των παιδιών τους —τέτοια πράματα π’ ο καθένας τα βρίσκει πολύ φυσικά…

Γι’ αυτήν όλα τέλειωσαν πολύ-πολύ γρήγορα —τα μαρτύρια, οι ανακρίσεις, η δίκη. Είχε, λέει, ένα χαμόγελο στα χείλια όλον αυτόν τον καιρό, ένα φως μέσα στα μάτια και τα ’κανε μεγαλύτερα ακόμα —ομορφότερα ακόμα…

Την τελευταία στιγμή, μπροστά στο απόσπασμα, γύρισε τα μάτια κατά την πόλη που τη σκέπαζε ακόμα η καταχνιά. Ένας κόσμος από τρελούς, υστερικούς, εκφυλισμένους και ληστές γκρεμιζόταν, μαζί με τα σαράβαλα σπίτια τους —όλη η πολιτεία της παρακμής που τη γέννησε…

                                                                 (Δ. Χατζής, Μαργαρίτα Περδικάρη)

Ο Γεράσιμος Σταύρου περνάει, με μια σημερινή θεατρική γραφή, όλη την κοινωνική κατάρρευση των αστών και των λακέδων τους, το συμβιβασμό και τον εξευτελισμό των «βολεμένων», ανοίγοντας παράθυρο ελπίδας και φέρνοντας μηνύματα δικαιοσύνης και αισιοδοξίας μέσα από τη νέα γενιά, που μπαίνει στον αγώνα, για αξιοπρέπεια και ελευθερία.

Παρακολουθείστε την παράσταση από το αρχείο της ΕΡΤ

ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ