Ποιος «σκότωσε» τον Μότσαρτ;…
Το έργο του Πούσκιν «Μότσαρτ και Σαλιέρι» είναι η δεύτερη από τις «μικρές τραγωδίες» του ποιητή. Ο αρχικός τίτλος που είχε δώσει ο Πούσκιν στην τραγωδία αυτή ήταν «Φθόνος». Παίχτηκε για πρώτη φορά στο θέατρο «Μπολσόι» της Πετρούπολης το 1832. Η εκδοχή ότι ο Μότσαρτ δηλητηριάστηκε είχε πλατιά διάδοση στον Τύπο μετά τον θάνατο του Σαλιέρι το 1825. Το έργο αυτό αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς δημιουργούς από τότε μέχρι και σήμερα.
Τι συνέβαινε όμως στ’ αλήθεια;…
Ο Μότσαρτ και ο Σαλιέρι ακολουθούσαν τελείως διαφορετικούς δρόμους μουσικής δημιουργίας. Κατά κανένα τρόπο δεν τεκμηριώνεται λόγος επαγγελματικής αντιζηλίας, πέρα από τις συνήθεις τριβές μεταξύ καλλιτεχνών, που συνήθως περιορίζονται στη διεκδίκηση μιας θέσης ή ενός καλοπληρωτή μαθητή.
Όταν κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Σαλιέρι ομολόγησε σε νοσοκόμους τη δολοφονία του Μότσαρτ (ενώ βρισκόταν σε πνευματική σύγχυση), αναζητήθηκαν αυτοί οι μάρτυρες από την οικογένεια του δήθεν θύματος και από φίλους του υποτιθέμενου θύτη. Σύμφωνα με δημοσιεύματα εφημερίδων, που σώζονται σε βιβλιοθήκες της Βιέννης, κανένας δεν επιβεβαίωσε τις φήμες αυτές.
Ένας μαθητής του Σαλιέρι που τον επισκέφθηκε στο νοσοκομείο και έτυχε να τον συναντήσει σε κατάσταση πνευματικής αναλαμπής, περιέγραψε το δάσκαλό του καταστενοχωρημένο από τις φήμες που τον παρουσίαζαν ως δράστη δολοφονίας.
Στα τετράδια επικοινωνίας του Μπετόβεν (με την πάροδο του χρόνου κουφάθηκε τελείως και επικοινωνούσε με τους φίλους του γράφοντας σε τετράδια, αρκετά από τα οποία έχουν διασωθεί), υπάρχουν σχόλια του συνθέτη για τις φήμες εναντίον του Σαλιέρι, που τις χαρακτηρίζει αστήρικτες.
Ούτε το έργο του Πούσκιν (Μότσαρτ και Σαλιέρι) ούτε το θεατρικό του Πήτερ Σάφερ ούτε η ταινία του Μίλος Φόρμαν για τον Μότσαρτ (με τον τίτλο Amadeus) βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά, αν και σαφώς βλάπτουν την υστεροφημία του Σαλιέρι, γελοιοποιώντας και συκοφαντώντας τον Ιταλό συνθέτη και παρουσιάζοντάς τον σαν ένα πρόσωπο με απωθητικά χαρακτηριστικά, τα οποία κανένα ντοκουμέντο δεν επιβεβαιώνει.
Η διεθνούς φήμης ιταλίδα μεσόφωνος Τσετσίλια Μπάρτολι είναι ο πιο πρόσφατος υπέρμαχος του Αντόνιο Σαλιέρι. Από κοινού με τον συνεργάτη της, μουσικολόγο Κλάουντιο Οζέλε, έχει αναλάβει τη «σταυροφορία» της αποκατάστασης του παρεξηγημένου συνθέτη. Με τη δισκογραφική δουλειά της «The Salieri Album», κυρίως όμως με την έρευνα που διεξάγει, επιχειρεί να ανατρέψει έναν «τερατώδη μύθο».
«Πήγα στη Βιβλιοθήκη της Βιέννης και αναζήτησα όλα τα χειρόγραφά του, περισσότερες από 40 όπερες… Ο Σαλιέρι διδάχθηκε από τον Γκλουκ τη δύναμη της έκφρασης αλλά παράλληλα στάθηκε ικανός να ανεβάσει το ύφος του δασκάλου του σε υψηλότερο επίπεδο… Τα έργα του Σαλιέρι παραμένουν εν πολλοίς άγνωστα, παρουσιάζονται εξαιρετικά σπάνια και ακόμη σπανιότερες είναι οι ηχογραφήσεις τους. Δύσκολο να εξηγήσει κανείς το γιατί. Αν το επιχειρούσα, πάντως, ως πιθανότερη αιτία θα ανέφερα το ότι σημαντικό μέρος της δημιουργικής φάσης του συνέπεσε με την αρχή του κινήματος του εθνικισμού στη μουσική, μια εποχή μεγάλων μεταρρυθμίσεων. Ο Σαλιέρι ήταν φορέας άλλης εποχής, της ιταλικής όπερας, η οποία βρισκόταν σε πτώση… Θεωρώ ότι υπάρχει μια τεράστια αρνητική προκατάληψη γύρω από τον Σαλιέρι και στο πλαίσιο αυτό πιστεύω πως η γνωστή κινηματογραφική ταινία του Φόρμαν δεν βοήθησε καθόλου… Είναι απολύτως βέβαιο ότι ο Σαλιέρι δεν σκότωσε τον Μότσαρτ. Πέθανε βέβαια νέος αλλά ήταν άρρωστος, όπως άλλωστε και πολλοί ακόμη άνθρωποι οι οποίοι πέθαναν τον ίδιο καιρό στη Βιέννη…»
Η επιδημία
Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, ο Μότσαρτ έπεσε θύμα επιδημίας στρεπτόκοκκου! Οι ερευνητές αναφέρουν ότι οι μέχρι τώρα έρευνες για το θάνατό του γίνονταν με αβάσιμα στοιχεία.
«Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο Μότσαρτ ήταν ένα από τα θύματα επιδημίας που θέριζε τη Βιέννη το μήνα που πέθανε.» (Ρίτσαρντ Ζέγκερς)
Αυτόπτες μάρτυρες από το περιβάλλον του Μότσαρτ αναφέρουν ότι «είχε φλεγμονώδη πυρετό» που μπορεί να συνδεθεί με τον στρεπτόκοκκο, καθώς και πρήξιμο, πόνους στη μέση και εξανθήματα προς το τελικό στάδιο της ασθένειάς του. Όλα τα παραπάνω είναι συμπτώματα μόλυνσης από στρεπτόκοκκο ή ίσως οστρακιάς (που προέρχεται από το ίδιο βακτήριο), αν και είναι λιγότερο πιθανό, γιατί στην οστρακιά τα εξανθήματα εμφανίζονται από την αρχή της πάθησης.
Η επιδημία φαίνεται να ξεκίνησε από το στρατιωτικό νοσοκομείο της πόλης.
Requiem, το τελευταίο ανολοκλήρωτο έργο.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Πιέρο Μελογκράνι «Τα ψέματα της Ιστορίας» (2006), η παραγγελία του «Ρέκβιεμ» στον Μότσαρτ, έγινε από τον Γιόχαν Πούχμπεργκ που του ανέθεσε τη σύνθεση για λογαριασμό του κόμη Φραντς Βάλτσεγκ – Στούπαχ. Το ποσό που συμφωνήθηκε ήταν αρκετά υψηλό (400 φιορίνια) γιατί ο συνθέτης γνώριζε πως ο κόμης θα παρουσίαζε το έργο ως δικό του. Άλλωστε, επρόκειτο για τη νεκρώσιμη ακολουθία της συζύγου του που είχε πεθάνει πρόσφατα. Να αρνηθεί την ανάθεση δεν μπορούσε, -ήταν καταχρεωμένος προς τον διαμεσολαβητή Πούχμπεργκ με ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό από εκείνο που θα κέρδιζε από τη σύνθεση του «Ρέκβιεμ».
Πέθανε ωστόσο πέντε μήνες αργότερα, αφήνοντας το έργο ημιτελές. Μετά τον θάνατο του Μότσαρτ, η σύζυγός του Κονστάντσε συγκέντρωσε τους μαθητές του για να τους αναθέσει να ολοκληρώσουν το έργο. Ανάμεσά τους ήταν ο Φραντς Σούσμαϊρ, ο Φραντς Φραϊστάντλερ και ο Γιόζεφ Έιμπλερ. Εκείνοι λέγεται πως το συνέθεσαν, βασισμένοι σε σημειώσεις και υποδείξεις του δασκάλου τους. Το μοναδικό τμήμα του «Ρέκβιεμ» που έγραψε ολόκληρο ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ είναι το «Introitus Requiem Aeternam». Εν μέρει δικά του είναι το «Kirie» και η «Lacrimosa».
- Αγγλία
Έντουαρντ Έλγκαρ
H Jaqueline du Pre ερμηνεύει το κοντσέρτο για τσέλο του άγγλου συνθέτη
σερ Έντουαρντ Έλγκαρ
H Jaqueline du Pre γεννήθηκε στην Οξφόρδη στις 26 Γενάρη του 1945.
Καταγόταν από μια οικογένεια για την οποία η μουσική ήταν πολύ σημαντική. Η μητέρα της ήταν πιανίστα και πολύ καλή δασκάλα. Καθοριστική στιγμή για τη ζωή της Ζακλίν ήταν όταν, σε ηλικία πέντε χρονών, άκουσε τον ήχο του βιολοντσέλου στο ραδιόφωνο.
Στα δέκα της
χρόνια έγινε μαθήτρια του σπουδαίου William Pleeth. Στα 16 της έπαιξε για πρώτη φορά στο Wigmore, αποσπώντας θερμές
κριτικές.
Σπούδασε με τον
Καζάλς στην Ελβετία, με τον Τορτελιέ
στο Παρίσι και με τον
Ροστροπόβιτς στη Μόσχα.
Άρχισε εγγραφή για την EMI το 1962 και, μέχρι το 1965, όταν έγινε ο διάσημος δίσκος της του Concerto Elgar, ήταν πλέον πασίγνωστη. Την ίδια χρονιά έκανε το αμερικανικό ντεμπούτο της και το 1967 παντρεύτηκε τον πιανίστα και διευθυντή ορχήστρας Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ. Τον Ιούλιο του 1971, όταν ήταν στο αποκορύφωμά της, άρχισε να υποφέρει σοβαρά από μια μυστηριώδη ασθένεια η οποία είχε ήδη πλήξει κατά διαστήματα το παίξιμό της. Τελικά διαγνώστηκε η σκλήρυνση κατά πλάκας. Η Ζακλίν ντι Πρε αποσύρθηκε το 1973. Σταδιακά η υγεία της επιδεινώθηκε και πέθανε στο Λονδίνο στις 19 Οκτωβρίου 1987.
Το Chad Mitchell Trio ερμηνεύει τη μπαλάντα «Η εξομολόγηση της βασίλισσας Ελεονώρας», ένα μεσαιωνικό σκωπτικό τραγούδι. Οι στίχοι του αναφέρονται στις ερωτικές «ατασθαλίες» της Βασίλισσας Ελεονώρας, συζύγου του Ερρίκου του 2ου και μητέρα του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και του Ιωάννη του Ακτήμονα (γνωστοί από την ιστορία του Ρομπέν των Δασών) που ανήλθαν και οι δύο στο θρόνο της Αγγλίας τον 12ο αιώνα μ. Χ.
Η βασίλισσα Ελεονώρα
- Αμερική (ΗΠΑ)
Στις 7 Γενάρη του 1924, ο Τζορτζ Γκέρσουιν ολοκληρώνει σε ηλικία 26 ετών τη Γαλάζια Ραψωδία (Rapsody in Blue).
Από τα δώδεκα κιόλας, ο Τζορτζ παίζει πιάνο ως αυτοδίδακτος, αλλά με τόσο εντυπωσιακό και πολλά υποσχόμενο τρόπο που οι γονείς του αποφασίζουν να τον βοηθήσουν να ακολουθήσει μουσικές σπουδές. Είναι γεμάτος ζωή, έχει ανοιχτά μάτια κι αυτιά κι έχει ήδη ανακαλύψει τις χαρές της μουσικής και τα περίφημα μουσικά κέντρα (Μπρούκλιν, Χάρλεμ), οργώνοντας τους δρόμους της πόλης με τα πατίνια του.
Το 1916, ο Γκέρσουιν πραγματοποιεί την έκδοση του πρώτου του τραγουδιού και αρχίζει να γίνεται διάσημος ως συνθέτης. Εκείνη την εποχή, η μουσική τζαζ διαδίδεται σε ολόκληρη την Αμερική, ενώ είναι εξαιρετικά δημοφιλής και στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στο Λονδίνο και το Παρίσι (1923), κερδίζει το θαυμασμό του Πολ Γουάιτμαν που του αναθέτει τη σύνθεση της Γαλάζιας Ραψωδίας. Στις 12 Φεβρουαρίου 1924 η σύνθεση παρουσιάζεται. Χάρη σε αυτήν και στο Κοντσέρτο σε Φα που ερμηνεύεται στο Κάρνεγκι Χολ το 1925, το πάντρεμα της κλασικής μουσικής με τη τζαζ μοιάζει επιτέλους δυνατό και ο Γκέρσουιν γίνεται ο πιο γνωστός αμερικανός συνθέτης.
Ο Λέοναρντ Μπερνστάιν διευθύνει τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης
Το Ράγκτάιμ έπαιξε ρόλο προδρόμου της τζάζ. Ήταν μουσική κυρίως για σόλο πιάνο και λιγότερο για ορχήστρα. Οι συνθέσεις Ράγκτάιμ (αποκαλούμενες και Ραγκς) αποτέλεσαν μέρος του ρεπερτορίου της τζαζ της Νέας Ορλεάνης αλλά και της λευκής σχολής του Ντίξιλαντ. Αναπτύχθηκε κυρίως την περίοδο 1900-1915. Ο αμερικανός συνθέτης και πιανίστας Σκοτ Τζόπλιν έμεινε στην ιστορία της μουσικής ως ο «βασιλιάς του Ράγκτάιμ».
Σκοτ Τζόπλιν
Ο Σκοτ Τζόπλιν ερμηνεύει Σκοτ Τζόπλιν
3. Αργεντινή
Ο Αστόρ Πιατσόλα, παιδί Ιταλών μεταναστών, γεννήθηκε το 1921 στην Αργεντινή. Θεωρείται ο πιο σημαντικός συνθέτης του τάνγκο κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Οι συνθέσεις του έφεραν επανάσταση στο παραδοσιακό τάνγκο, ενσωματώνοντας σε αυτό στοιχεία τζαζ και κλασικής μουσικής, και δημιούργησαν το Nuevo Tango (Νέο Τάνγκο).
Αστόρ Πιατσόλα
Έμαθε να παίζει μπαντονεόν, το οποίο γρήγορα τον ανέδειξε σε παιδί-θαύμα. Το μπαντονεόν, αερόφωνο πληκτροφόρο μουσικό όργανο, ανήκει στις κονσερτίνες και είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Αργεντινή. Ενώ ήταν ακόμα νεαρός, ο Πιατσόλα γνώρισε τον Κάρλος Γκαρδέλ, έναν άλλο «μεγάλο» του αργεντίνικου τάνγκο. Η Γαλλίδα συνθέτρια και μαέστρος Νάντια Μπουλανζέ συνέβαλε στο να βρει τον προσανατολισμό του.
Ο Αστόρ Πιατσόλα ερμηνεύει Αστόρ Πιατσόλα
Ο Κάρλος Γκαρντέλ (11 Δεκεμβρίου 1890 – 24 Ιουνίου 1935), ο «Βασιλιάς του τάνγκο», όπως τον ονόμασαν, σφράγισε με τη φωνή και τη γοητεία του το μουσικό αυτό είδος που γεννήθηκε στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο στα τέλη του 19ου αιώνα.
Κάρλος Γκαρντέλ
O «Καρλίτος» ή «Μάγος» (El Mago), ερμηνεύει το Adios Muchachos.
- Αυστρία
Ο Βιεννέζος Φραντς Πέτερ Σούμπερτ ήταν το δωδέκατο από τα δεκατέσσερα παιδιά ενός δάσκαλου. Ως την εποχή που αρρώστησε, ο νεαρός Φραντς ήταν ένας κοινωνικός άνθρωπος που είχε ανάγκη, για να αισθάνεται άνετα, να περιστοιχίζεται από χαρούμενους φίλους. Δεν είχε φιλοδοξίες κι αγαπούσε την απλή κι εγκάρδια ζωή στις ταβέρνες και τα πανδοχεία των προαστίων της Βιέννης, στα οινοπωλεία και τις μπυραρίες όπου οι φίλοι τον περιέβαλλαν με τη στοργή τους. Στις γωνιές των τραπεζιών, μέσα στους καπνούς των πούρων, έγραφε τα lieder (τραγούδια) του αφού εκεί έβρισκε περισσότερη ευφορία απ’ ό, τι στη σιγή της άχαρης και σκυθρωπής κάμαράς του. Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του υποστηρίχθηκε από τους συντρόφους του που έβαλαν τα δυνατά τους να διευκολύνουν τις προσπάθειές του, μια και δεν ήταν ικανός να υπερασπιστεί μόνος τα καλλιτεχνικά του συμφέροντα.
Πέθανε σε ηλικία μόλις 31 ετών, έχοντας αφήσει μεγάλο και σπουδαίο έργο.
Φραντς Σούμπερτ
Την Impromptu op. 90 No 3 D 899 G flat για πιάνο του Σούμπερτ ερμηνεύει ο Άλφρεντ Μπρέντελ.
Tο παραδοσιακό αυστριακό yodel!
- Βραζιλία
Ο Ερνέστο Χούλιο ντε Νάζαρεθ (20 Μαρτίου 1863 – 1 Φεβρουαρίου 1934) ήταν Βραζιλιάνος συνθέτης και πιανίστας. Στις συνθέσεις του είναι επηρεασμένος από τους αφρικανικούς ρυθμούς. Δέχτηκε κλασική μουσική εκπαίδευση, αλλά ονόμασε τα έργα του «Βραζιλιάνικα τάνγκο», μια και το αργεντίνικο τάγκο, ως μουσικό είδος, ήταν της μόδας εκείνη την εποχή. Υπηρέτησε τη λόγια και την παραδοσιακή μουσική ισορροπώντας ανάμεσα στα δύο είδη με εξαιρετικές συνθέσεις.
Ερνέστο Νάζαρεθ
Ο Πολ Μπάρτον ερμηνεύει το Odeon (Ωδείο), Βραζιλιάνικο τάνγκο του
Ερνέστο Νάζαρεθ
Το 1859 προβλήθηκε η βραζιλιάνικη ταινία ORFEU NEGRO (Μαύρος Ορφέας) σε σκηνοθεσία Μαρσέλ Καμί, αποσπώντας το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας για το 1960 και τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών το 1959.
Λίγο πριν αρχίσει το Βραζιλιάνικο καρναβάλι και με φόντο μια λαϊκή φτωχογειτονιά του Ρίο στήνεται το σκηνικό της άτυχης ιστορίας του Μαύρου Ορφέα και της ωραίας Ευρυδίκης του.
Ο Ορφέας, εισπράκτορας στο τραμ, γοητεύεται από τη νεαρή Ευρυδίκη που τη γνωρίζει μια παραμονή καρναβαλιού, σαν εξαδέλφη κάποιας γειτόνισσάς του. Εκείνες τις μέρες, μεγάλοι και μικροί, ξεχνώντας τα βάσανα της φτώχειας τους, ζουν κι αναπνέουν μονάχα για το καρναβάλι. Η μέθη της πανηγυρικής ατμόσφαιρας, οι ήχοι της μπόσα νόβα, η θέα των ιδρωμένων κορμιών που λικνίζονται ακατάπαυστα οδηγούν σταδιακά τους κατοίκους της φαβέλας σ’ ένα είδος ομαδικής διονυσιακής έκστασης. Η Ευρυδίκη δεν ξεφεύγει από τη σαγήνη που ασκεί στον επισκέπτη η ξέφρενη διάθεση των καρναβαλιστών. Είναι νέα, είναι όμορφη, λαχταρά ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί, ξεχνώντας το θάνατο που την κατατρέχει και που θα σφραγίσει, αναπόφευκτα, τη μοίρα των δύο ερωτευμένων. Γιατί η δική τους ιστορία «είναι πολύ παλιά»… κι εκείνο που της θυμίζει τον έρωτα του Ορφέα, σα να τον έχει ξαναζήσει, είναι οι ήχοι της κιθάρας του.
Στην ταινία του Καμί, ο Μαύρος Ορφέας λίγο πριν το τέλος καταφέρνει να δει το Καρναβάλι απογυμνωμένο από τη γοητεία του. Γι’ αυτή την ψευδαίσθηση, οι φτωχοί πασχίζουν ανώφελα όλο το χρόνο, στερούμενοι μέχρι και το ψωμί, προσμένοντας εκείνες τις ελάχιστες στιγμές απατηλού κεφιού ενώ, από την άλλη κιόλας μέρα, η καθημερινή μιζέρια της ζωής τους προβάλλει αστόλιστη, κάνοντάς τους πικρόχολους, μικρόψυχους και κακούς. Ωστόσο, ο σκηνοθέτης βλέπει το τέλος της «παλιάς» αυτής ιστορίας με αισιοδοξία. Ένας άλλος μαύρος Ορφέας θα κάνει με τη μουσική του τον ήλιο να ανατείλει κι η ζωή μπορεί να ξαναρχίσει, καλύτερη, ωραιότερη, γεμάτη από τις ξαναγεννημένες ελπίδες μιας καινούργιας μέρας…
Τη μουσική υπογράφει ο Luiz Bonfa.
- Γαλλία
Το 1991 γυρίστηκε η γαλλική ταινία του Αλέν Κορνό «Όλα τα πρωινά του κόσμου», βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Πασκάλ Κινιάρ, ο οποίος έγραψε και το σενάριο.
Η ταινία πραγματεύεται τη ζωή του μουσικού Μαρέν Μαρέ (17ος – 18ος αιώνας), μαθητή του Ζαν ντε Σαιντ-Κολόμπ. Ο ήχος της βιόλας ντα γκάμπα (έγχορδο όργανο, πρόδρομος του βιολοντσέλου) είναι διάχυτος σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, μεταφέροντας στο θεατή με πιστότητα τη μουσική ατμόσφαιρα του 17ου αιώνα. Η μουσική της ταινίας (από έργα των Μαρέ και Σαιντ-Κολόμπ) παίζεται και διευθύνεται από τον Καταλανό Γιορντί Σαβάλ, ο οποίος βραβεύτηκε με το Βραβείο Σεζάρ (1992) για την ερμηνεία του.
Ζαν ντε Σαιντ Κολόμπ
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι συνθήκες της ζωής των μουσικών της εποχής, οι καλλιτεχνικές τους ανησυχίες και η ασφυκτική διασύνδεσή τους με τους ηγεμόνες «χορηγούς». Το σενάριο είναι φανταστικό, ωστόσο βασίζεται σε ιστορικές πηγές που κάνουν την ταινία πιστή μεταφορά της εικόνας εκείνης της εποχής.
Μαρέν Μαρέ
Όπως και στην περίπτωση του Ζαν ντε Σαιντ-Κολόμπ, ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του Μαρέ. Γνωρίζουμε ότι έκανε έναν γάμο και απέκτησε 19 παιδιά. Ήταν μαθητής του Ζαν Μπατίστ Λουλί και του Σαιντ-Κολόμπ. Διετέλεσε μουσικός στο παλάτι των Βερσαλλιών, όπου το 1679 διορίστηκε βασιλικός βιολίστας. Τη θέση αυτή κράτησε ως το 1725. Οι δύο μουσικοί, που συνδέονται με τη σχέση δασκάλου και μαθητή, αποτελούν την κορωνίδα μιας γενιάς βιρτουόζων στη βιόλα ντα γκάμπα, εξαντλώντας στο έργο τους όλες τις δυνατότητές της. Με αυτούς κλείνει μια εποχή εξαιρετικής άνθησης του οργάνου, που αντικαταστάθηκε από το βιολοντσέλο. Ο μαθητής Μαρέν Μαρέ αποτίνει φόρο τιμής στο δάσκαλό του, κλείνοντας μια από τις σουίτες του με το μελαγχολικό «Τάφο για τον Σαιντ-Κολόμπ».
Οι καμπάνες της Αγίας Ζενεβιέβ του Μαρέν Μαρέ από τον Γιορντί Σαβάλ
Όταν γεννήθηκε (19/12/1915 – 11/10/1963), μέσα στο καταχείμωνο του Παρισιού, τίποτα δεν προμηνούσε τη θριαμβευτική πορεία της στο γαλλικό βαριετέ, ούτε τη διεθνή καριέρα της στις μουσικές σκηνές.
Εντίθ Πιαφ
Η Εντίθ Πιάφ ήρθε στον κόσμο ως Εντίθ Τζοβάνα Γκασιόν, κόρη ενός ακροβάτη και μιας τραγουδίστριας. Παρατημένη από τη μητέρα της λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή της, πέρασε την παιδική της ηλικία πηγαίνοντας από τη μια γιαγιά στην άλλη (η δεύτερη ήταν ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής), έως ότου ο πατέρας της αποφασίσει να την πάρει μαζί του στις περιοδείες που έκανε με το τσίρκο. Είχε κιόλας προλάβει να περάσει μια μεγάλη περιπέτεια υγείας αφού, σε ηλικία 4 ετών, έχασε την όρασή της λόγω εγκεφαλικής ασθένειας. Δυο χρόνια αργότερα, θεραπεύτηκε μυστηριωδώς και χωρίς τη βοήθεια γιατρού.
Ο ακροβάτης σύντομα κατάλαβε πως η κόρη του «είχε όλο το ταλέντο στο λαιμό και καθόλου στο κορμί»… Στα δέκα της η Εντίθ τραγουδάει στους δρόμους και στα δέκα πέντε, έχοντας ανακαλύψει το χρυσάφι που υπήρχε στο λαρύγγι της, εγκαταλείπει τον πατέρα της για να ζήσει στο Παρίσι, σκοπεύοντας να συνεχίσει το επάγγελμα της πλανόδιας τραγουδίστριας.
Από κει και πέρα, η ζωή της θα είναι γεμάτη ανατροπές, τις περισσότερες φορές καθόλου ευχάριστες. Ο Λουί Λεπλέ, διευθυντής του πιο κομψού καμπαρέ στο Σανζ Ελυζέ, της υπογράφει συμβόλαιο και τη βαφτίζει σπουργιτάκι («Mome Piaf»), ένα όνομα που θα τη συνοδέψει ως το τέλος, χαρακτηρίζοντας μια δύσκολη διαδρομή, στην οποία το ροζ εναλλασσόταν συχνά με το μαύρο. Έτσι, η τριανταφυλλένια ζωή (La vie en rose) του πασίγνωστου τραγουδιού που γράφτηκε από την Πιαφ, στιγματίστηκε από θανάτους, από προβλήματα με τη δικαιοσύνη, από δυστυχήματα και από αρρώστιες. Ο εθισμός στη μορφίνη και το αλκοόλ, η ψυχική και η σωματική κατάρρευση υπήρξαν συνοδοιπόροι με τους έρωτες (τυχερούς ή άτυχους, ανεκπλήρωτους ή θυελλώδεις) και με τις εκπληκτικές επιτυχίες στο τραγούδι και στη σκηνή.
Το «σπουργιτάκι» έσβησε πριν συμπληρώσει μισό αιώνα ζωής. Άφησε την τελευταία της πνοή την ίδια μέρα με τον ποιητή Ζαν Κοκτώ, φίλο της στη ζωή και συνταξιδιώτη της, όπως αποδείχτηκε, στο θάνατο.
Η Εντίθ Πιαφ δεν «μετανιώνει για τίποτα» (Non, Je ne regrette rien)
- Γερμανία
Η 3η Συμφωνία του Μπετόβεν (Ηρωική) ήταν αρχικά αφιερωμένη στο Ναπολέοντα γιατί ο συνθέτης, συνεπαρμένος από τη Γαλλική Επανάσταση, την είχε ταυτίσει με το πρόσωπο του Βοναπάρτη. Μόλις όμως πληροφορήθηκε ότι ο Ναπολέων αυτοαναγορεύτηκε σε Αυτοκράτορα, έσκισε την αφιέρωση και έγραψε στο αρχικό χειρόγραφο στα ιταλικά: «Η Ηρωική Συμφωνία συντέθηκε για να γιορτάσει τη Μνήμη ενός Μεγάλου Ανδρός».
Λούντβιχ βαν Μπετόβεν
Η Ηρωική Συμφωνία, με τη ραγδαία εξέλιξή της, με τη δραματικότητα και τις αντιθέσεις της, ενσαρκώνει το τραγικό και ηρωικό πνεύμα που κυριαρχεί στην επαναστατική εποχή. Φυσικά, τις εικόνες και τις εντυπώσεις από την επανάσταση του 1789-1794, από τις πολεμικές συγκρούσεις και από τον αγώνα που διαμόρφωσε στους λαούς της Ευρώπης την εθνική αυτοσυνείδηση δεν τις νιώθουν σήμερα όλοι οι ακροατές της μουσικής του Μπετόβεν. Για να γίνει αντιληπτή η μουσική του πρέπει να είναι γνωστά και η ιστορία και ο πολιτισμός εκείνης της εποχής. Σήμερα, με τις γνώσεις και την πλατιά κοινωνική πείρα που έχει ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί και να αξιολογήσει το ηρωικά λαϊκό περιεχόμενο που υπάρχει στη μουσική του Μπετόβεν, να νιώσει τον αγώνα που έκανε εκείνος για να καταξιωθεί η ομορφιά και το μεγαλείο που έχει η ανθρώπινη ομάδα όταν εντείνει όλες τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις της για να πετύχει κάποιο μεγάλο σκοπό.
Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, τραγική προσωπικότητα (αφού στο μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής ζωής του έπρεπε να αντιμετωπίσει τη ραγδαία επιδείνωση της ακουστικής του ικανότητας), σε αντίθεση με τη γενική αντίληψη που τον ήθελε μισάνθρωπο και ακοινώνητο, ήταν ένας άνθρωπος με τρυφερά αισθήματα και μεγάλους στόχους. Το μαρτυρεί η επιστολή που έστειλε στ’ αδέρφια του το φθινόπωρο του 1802.
«Εσείς, άνθρωποι, που λέτε πως είμαι εχθρικός, δύστροπος ή μισάνθρωπος, πόσο άδικα με κρίνετε… Δε γνωρίζετε την κρυφή αιτία που με κάνει να εμφανίζομαι με τέτοιο πρόσωπο. Από παιδί ακόμα, η καρδιά και η ψυχή μου ήταν γεμάτες τρυφερά αισθήματα καλής θέλησης και πάντα είχα την τάση να θέλω να επιτύχω μεγάλους στόχους. Σκεφτείτε μόνο ότι εδώ και έξι χρόνια αντιμετωπίζω μία ανίατη ασθένεια που ολοένα χειροτερεύει και με κουράρουν ανίκανοι γιατροί που με εξαπατούν με ψεύτικες ελπίδες. Είμαι πια υποχρεωμένος να αποδεχτώ την παγίωση της κατάστασής μου (ενώ η θεραπεία θα πάρει χρόνια ή μπορεί να μη συμβεί και ποτέ)…»
Η Orchestra Filarmonia ερμηνεύει τη Συμφωνία αρ. 3 (Ηρωική) του Μπετόβεν.
Διευθύνει ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν
Η μουσική αυτού του μεσαιωνικού τραγουδιού συντέθηκε από ανώνυμο, τον 9ο μ. Χ. αιώνα, πάνω σε στίχους του Αλσατού μοναχού Ότφριντ φον Βάισενμπουργκ, του πρώτου γνωστού γερμανού ποιητή. Έγραψε σχόλια και παραφράσεις των Ευαγγελίων (Evangelienbuch) στην τοπική γερμανική διάλεκτο, που την ονόμασε «Φράγκικη».
Ότφριντ φον Βάισενμπουργκ
Οι στίχοι, που αναφέρονται στην Ημέρα της Κρίσης (και μαρτυρούν την έμφοβη θρησκευτική συνείδηση της εποχής), λένε σε ελεύθερη απόδοση τα εξής:
«Η Ημέρα της Κρίσης έχει οριστεί για όλους. Κανείς δεν θα αποφύγει να εμφανιστεί ενώπιον του αυστηρού δικαστηρίου. Με φόβο πρέπει να την περιμένουμε. Εκείνοι που δεν χρειάζεται ν’ ανησυχούν για τις προηγούμενες πράξεις τους γιατί ξέρουν ότι κανείς δεν θα εμφανιστεί να τους κατηγορήσει, ας νιώθουν προστατευμένοι. Η σωτηρία είναι ακόμα δυνατή! Αλλά και οι άθλιοι που έζησαν ως τότε όπως ήθελαν, οφείλουν να εμφανιστούν. Οι πράξεις τους όλες θα μπουν σε κρίση. Και μόνο με τη σκέψη με πιάνει τρόμος!… Η μέρα αυτή θα είναι θλιβερή για όλους…»
- Ελλάδα
Στις 19Σεπτεμβρίου του 1949 φεύγει από τη ζωή ο Νίκος Σκαλκώτας, ένας από τους μεγάλους συνθέτες του περασμένου αιώνα.
Νίκος Σκαλκώτας
Ο Χανς Κέλερ, μουσικολόγος και κριτικός, τον περιλαμβάνει στα «τέσσερα Σίγμα του 20ου αιώνα», στους κορυφαίους δηλαδή μουσικούς μιας σπουδαίας για τα μουσικά πεπραγμένα εκατονταετίας, τοποθετώντας τον στο πλάι του Σένμπεργκ, του Στραβίνσκι και του Σοστακόβιτς. «Επιτέλους… ένας συνθέτης!», είχε πει κρίνοντας –μάλλον αυστηρά– την εξέλιξη της σύνθεσης μετά τον Άρνολντ Σένμπεργκ.
Ο Σκαλκώτας γεννήθηκε στη Χαλκίδα στις 8 Μαρτίου του 1904. Καταγόταν από οικογένεια με μουσικά ενδιαφέροντα. Ο πατέρας του, Αλέκος, είχε αλλάξει το οικογενειακό επίθετο χάριν ευφωνίας, παραδίδοντας έτσι στην αθανασία έναν Σκαλκώτα και όχι έναν Σκαλκώτο, όπως ήταν το αρχικό όνομά τους.
Ο Νίκος Σκαλκώτας βρισκόταν μπροστά από την εποχή του και, κυρίως, για τα μουσικά δεδομένα της Ελλάδας. Παρότι οι αρχικές σπουδές του στο Βερολίνο είχαν προσανατολιστεί στο βιολί, η μετέπειτα πορεία του τον οδηγεί στη σύνθεση, με δασκάλους τον Κουρτ Βάιλ, τον Φίλιπ Γιάρναχ και τον πρωτοπόρο Άρνολντ Σένμπεργκ που τον μυεί στον δωδεκαφθογγισμό. Την ίδια εποχή, στο Βερολίνο βρίσκεται και ο Γιάννης Κωνσταντινίδης (γνωστός αργότερα στην Ελλάδα ως Κώστας Γιαννίδης). Οι δύο μουσικοί θα συνδεθούν με στενούς δεσμούς φιλίας.
Όταν οι Ναζί αρχίζουν να στήνουν στη Γερμανία την επίγεια κόλασή τους, ο Σένμπεργκ παίρνει το δρόμο της εξορίας για τις ΗΠΑ, ενώ ο Σκαλκώτας επιστρέφει στην Ελλάδα. Οι πόρτες όμως είναι κλειστές. Οι νέες προτάσεις του συνθέτη, που βασίζονταν στην ατονική μουσική, δεν μπορούν να βρουν απήχηση στον ελληνικό χώρο. Αναγκάζεται να δεχτεί μια θέση βιολονίστα σ’ ένα από τα τελευταία αναλόγια της Κρατικής Ορχήστρας και αργότερα στις Ορχήστρες της Λυρικής και της Ραδιοφωνίας. Ταυτόχρονα, συνθέτει συνεχώς, παρότι ελάχιστα από τα έργα αυτά θα ακούσει να παίζονται. Τα παλιά στελέχη της Ορχήστρας περιγράφουν το μαέστρο να υποκλίνεται στο κοινό και να δείχνει το συνθέτη του έργου που μόλις παίχτηκε. Ένας ταπεινός και αδύνατος νέος σηκώνεται από τις τελευταίες θέσεις της Ορχήστρας, για να ευχαριστήσει μαέστρο και ακροατήριο με μια δειλή κίνηση του κεφαλιού προς τα εμπρός. Είναι ο Νίκος Σκαλκώτας!…
Ο δωδεκαφθογγισμός και η ατονικότητα βρίσκουν στο πρόσωπο του Σκαλκώτα μία εφαρμογή τελείως προσωπική. Ήταν δημιουργός με σπάνια διορατικότητα, προικισμένος και με φυσικά προσόντα καθόλου συνηθισμένα. Διέθετε ασφαλή μουσική μνήμη, απόλυτη ακοή και μεγάλη ικανότητα συγκέντρωσης.
Ο ερμηνευτής του έργου του χρειάζεται να έχει βαθύτατη μουσική καλλιέργεια ώστε να συλλάβει σωστά τον εκφραστικό πλούτο και τη λεπτολόγηση της γραφής. Δεν είναι καθόλου παράδοξο το γεγονός ότι πολλές εκτελέσεις, ακόμα και από φημισμένους μουσικούς, υπήρξαν ανεπαρκείς ή αποτυχημένες.
Στην πραγματικότητα, ο Νίκος Σκαλκώτας «ανακαλύφθηκε» μετά θάνατον. Η «Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα», που ιδρύθηκε από φίλους του, πήρε αυτή την πρωτοβουλία για να διαφυλαχθούν και να διαδοθούν τα έργα του, πάνω από 170 σε αριθμό (κοντσέρτα, συμφωνικές σουίτες, μουσική δωματίου, χοροί και τραγούδια). Εκτός από τα ατονικά έργα του (περίπου το 85% της παραγωγής του), ένα μέρος αφορά σε απλούστερα, τονικά και τροπικά έργα, όπως οι «36 Ελληνικοί Χοροί για ορχήστρα» και το λαϊκό μπαλέτο «Η Θάλασσα», που ενσωματώνουν στοιχεία της ελληνικής δημοτικής μουσικής σε εντελώς προσωπικό και πρωτοποριακό ύφος.
Τα χαμένα χειρόγραφα
Κατά τη διάρκεια της δωδεκάχρονης παραμονής του στο Βερολίνο, ο Σκαλκώτας έγραψε πάνω από 70 έργα, τα περισσότερα από τα οποία χάθηκαν.
Πριν γυρίσει στην Ελλάδα, ο συνθέτης βίωσε τον τρόμο της επέλασης του ναζισμού. Όταν το περιβάλλον έγινε στο έπακρο αφιλόξενο, ο Σκαλκώτας αντιλαμβάνεται πως ήρθε η ώρα της επιστροφής. Ο φίλος του, Γιάννης Κωνσταντινίδης είχε ήδη αναχωρήσει για τα πάτρια. Επειδή όμως χρωστούσε αρκετά νοίκια, η σπιτονοικοκυρά δεν επέτρεψε στο Σκαλκώτα να πάρει μαζί του τα προσωπικά του αντικείμενα, δηλαδή τη βιβλιοθήκη του και πολλά από τα χειρόγραφα των μουσικών του έργων. Έμειναν στο Βερολίνο ως… ενέχυρο για τα χρέη του και καταστράφηκαν αργότερα στους βομβαρδισμούς της πόλης.
Ορισμένα από αυτά μπόρεσε να ξαναγράψει από μνήμης και ελάχιστα βρέθηκαν μετά από χρόνια σε παλαιοπωλείο του Βερολίνου. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος του μουσικού εκείνου πλούτου δεν έμελε να ξαναβρεθεί…
Η Sinfonietta Cracovia παίζει στο Krakow Philarmonic Hall 5 ελληνικούς χορούς του Νίκου Σκαλκώτα. Διευθύνει ο Κύπρος Μάρκου.
Παιδί μιας φτωχής εβραϊκής οικογένειας, η Ρόζα Εσκενάζυ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ανάμεσα στο 1895 και το 1897. Το πραγματικό της όνομα ήταν Σάρα Σκιναζί. Λίγο μετά τις αρχές του 20ου αιώνα, η οικογένεια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, η Σάρα πήρε τη μοναδική τυπική εκπαίδευση που είχε στη ζωή της, έμαθε δηλαδή γραφή και ανάγνωση, από μια κοπέλα που δίδασκε τα κορίτσια της γειτονιάς.
Ρόζα Εσκενάζυ
Στην Κομοτηνή, όπου μερικά από τα μέλη της οικογένειας έζησαν για ένα διάστημα, η μετέπειτα Ρόζα αποφάσισε να γίνει τραγουδίστρια και χορεύτρια.
Η καριέρα της Ρόζας Εσκενάζυ άρχισε στην Αθήνα. Εκεί την ανακάλυψε για πρώτη φορά ο Παναγιώτης Τούντας, σα χορεύτρια και τραγουδίστρια ελληνικών, τούρκικων και αρμένικων τραγουδιών. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1930, είχε ηχογραφήσει σχεδόν 300 τραγούδια, ενώ είχε γίνει μια από τις δημοφιλέστερες σταρ της λαϊκής μουσικής. Η σημαντικότερη συνεισφορά της αφορούσε στις ηχογραφήσεις ρεμπέτικων τραγουδιών, πιο συγκεκριμένα της Σμυρνέικης σχολής του ρεμπέτικου.
Η ζωή της υπήρξε πολυτάραχη και ακολούθησε την πορεία των ιστορικών και κοινωνικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν στην Ελλάδα, τα οποία επηρέασαν με τις διακυμάνσεις τους και την καριέρα της. Η τελευταία εμφάνισή της έγινε στην Πάτρα το 1977. Αναπαύτηκε σε έναν πρόχειρο τάφο στο χωριό Στόμιο της Κορινθίας. Το 2008, το πολιτιστικό σωματείο του χωριού συγκέντρωσε χρήματα και πρόσθεσε μια επιτύμβια στήλη που έγραφε «Ρόζα Εσκενάζυ, Καλλιτέχνις»…
Η Ρόζα Εσκενάζυ ερμηνεύει Παναγιώτη Τούντα
Εγώ είμαι η μπολσεβίκα
- Νορβηγία
Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1907 έφυγε από τη ζωή ο Νορβηγός συνθέτης Έντβαρντ Γκριγκ.
Έντβαρντ Γριγκ
Κηδεύτηκε στη γενέτειρά του (Μπέργκεν). Την κηδεία παρακολούθησαν 40.000 λαού, ενώ στη Νορβηγία κηρύχτηκε εθνικό πένθος. Τελευταία του επιθυμία ήταν την επικήδεια τελετή να συνοδέψει το Πένθιμο Εμβατήριο του Σοπέν, καθώς και το Πένθιμο Εμβατήριο που έγραψε ο ίδιος για την κηδεία του φίλου του και συνθέτη του εθνικού ύμνου της Νορβηγίας Ρίκαρντ Νόρντραακ.
Ο Γκριγκ γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου του 1843. Ανήκε σε μουσική οικογένεια. Το έργο του Μέντελσον και του Σούμαν επηρέασε τις πρώτες του μουσικές συνθέσεις. Ο Λιστ και ο Τσαϊκόφσκι, εκτός από φίλοι του, υπήρξαν και θαυμαστές του συνθέτη που διακρίθηκε επίσης ως πιανίστας. Δείγματα της πιανιστικής του τέχνης διασώθηκαν σε ηχογραφήσεις γραμμοφώνου που έγιναν στο Παρίσι το 1903.
Ήταν από τους ιδρυτές της νορβηγικής εθνικής σχολής. Το 1874 ο Ερρίκος Ίψεν του ανέθεσε τη σύνθεση της σκηνικής μουσικής για το έργο του «Πέερ Γκιντ» που, δύο χρόνια αργότερα, κατέληξε στο δημοφιλέστερο έργο του Γκριγκ.
Παρόλο που ταξίδεψε πολύ, ο συνθέτης ξαναγυρνούσε πάντα στη Νορβηγία. Το 1877 βρήκε το ιδανικό σκηνικό για την έμπνευσή του στο Λόφτχους, σε μια μικρή μοναχική αγροικία στην άκρη ενός λαμπερού φιορδ. Το 1885, θεωρώντας ότι, ως μεσήλικας (ήταν 42 χρονών) έπρεπε να εγκατασταθεί κάπου, έχτισε το σπίτι του στην εξοχή του Τρολντχάουγκεν, όπου συνέθεσε τα λυρικότερα έργα του.
Από τον Πέερ Γκυντ του Γκριγκ, το τραγούδι της Σολβέιγ ερμηνεύει
η Άννα Νετρέμπκο
Και μια παραδοσιακή μπαλάντα από τη Νορβηγία
- Ισπανία
Στις 22 Νοεμβρίου του 1901 γεννιέται κοντά στη Βαλένθια της Ισπανίας ο Χοακίν Ροδρίγο.
Χοακίν Ροδρίγο
Ήταν η μέρα της Αγίας Καικιλίας, προστάτιδας των μουσικών, όμως η αρχή της ζωής του σημαδεύτηκε από μία ατυχέστατη συγκυρία. Την εποχή εκείνη μαινόταν μια επιδημία διφθερίτιδας. Η ασθένεια, από την οποία προσβλήθηκε και ο μικρός Χοακίν, άφησε το παιδί πρακτικά τυφλό στην ηλικία των τριών ετών.
Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στη Βαλένθια ώστε να μπορέσει η εκπαίδευσή του να προσαρμοστεί στις ανάγκες του. Ο Ροδρίγο, στα είκοσί του χρόνια, γίνεται εξαιρετικός πιανίστας και ξεκινά να συνθέτει.
Τα πρώτα έργα για ορχήστρα φέρνουν και τους πρώτους θριάμβους. Ακολουθώντας τους προγενέστερούς του, Αλμπένιθ και ντε Φάλια, ο Ροδρίγο επιλέγει τη Γαλλία για να τελειοποιήσει τη μουσική του εκπαίδευση, σπουδάζοντας στην Εκόλ Νορμάλ του Παρισιού, με δάσκαλο τον Πολ Ντικά. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του μετά από μια σειρά ταξιδιών (Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία), που έγιναν στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, εγκαθίσταται στη Μαδρίτη.
Φαντασία για έναν ευγενή («Fantasia para un gentilombre»)
Η σύνθεση αυτή, έργο για κιθάρα και ορχήστρα, γράφτηκε από τον Ροδρίγο το 1954 για τον δεξιοτέχνη της κιθάρας Αντρές Σεγκόβια.
Η «Φαντασία» κλείνει το μάτι στο παρελθόν, φτάνοντας ως τον 17ο αιώνα, αφού ο «ευγενής» του τίτλου δεν είναι άλλος από τον Γκασπάρ Σαντς, τον πιο σημαντικό συνθέτη μουσικής για κιθάρα κατά την περίοδο του Μπαρόκ. Όλα τα θέματα του έργου προέρχονται από την Instruccion de musica sobre la guitarra Espanola του Σαντς (Σαραγόσα, 1674).
Η σύνθεση παίχτηκε για πρώτη φορά στο Σαν Φρανσίσκο (1958), με σολίστ τον Αντρές Σεγκόβια.
Φαντασία για έναν ευγενή του Χοακίν Ροδρίγο.
Διευθύνει ο Αντόνιο Γκαρθία Ναβάρο. Σολίστ (κιθάρα) ο Ναρθίσο Γιέπες.
Το φλαμένκο
Αυτό που σήμερα θεωρείται γνήσιο φλαμένκο, το τραγούδι των Τσιγγάνων της Ανδαλουσίας, καθιερώθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα. Το παλαιότερο είδος φλαμένκο είναι γνωστό ως Cante Jondo (Βαθύ Τραγούδι): μια ανδρική φωνή, χωρίς συνοδεία οργάνων, διηγείται λυπητερές ιστορίες. Βασικά στοιχεία του φλαμένκο είναι το παίξιμο της κιθάρας φλαμένκο, το τραγούδι και ο χορός.
Η κιθάρα φλαμένκο και η –σχεδόν– όμοιά της κλασική κιθάρα αποτελούν απογόνους του λαγούτου. Οι πρώτες κιθάρες, κατά πάσα πιθανότητα, δημιουργήθηκαν στην Ισπανία τον 15ο αιώνα. Η παραδοσιακή κιθάρα φλαμένκο είναι φτιαγμένη από ξύλο κυπαρισσιού και ερυθρής ελάτης. Είναι πιο ελαφριά σε βάρος και πιο μικρή σε μέγεθος από την κλασική κιθάρα, με αποτέλεσμα να παράγει οξύτερο ήχο.
Αρχικό και κύριο στοιχείο του φλαμένκο ήταν το τραγούδι και όχι ο χορός. Τα τραγούδια αυτά ακολουθούν αυστηρούς μουσικούς και ποιητικούς κανόνες, ενώ οι στίχοι τους μπορούν να αποτελέσουν και μόνοι τους ξεχωριστά ποιήματα. Το στιλ τους συχνά μιμήθηκαν οι ποιητές της Ανδαλουσίας, όπως ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Σε μία διάλεξή του, ο Λόρκα αναφέρθηκε και στον όρο «ντουέντε». Ο όρος αυτός, ένας από τους πιο δύσκολα μεταφράσιμους, υπονοεί ένα είδος «μαγείας», μυστηριακής δύναμης και ιδιαίτερης ανύψωσης της ψυχής του καλλιτέχνη που ερμηνεύει το τραγούδι ή το χορό. Το φλαμένκο άρχισε να παρουσιάζεται στις ταβέρνες με τη συνοδεία κιθάρας, ενώ σύντομα προστέθηκε και ο χορευτής ή η χορεύτρια, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα. Ως μουσικός όρος που αφορά ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής και χορού, το φλαμένκο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά τον 19ο αιώνα.
Σαν τραγούδι, το φλαμένκο μπορεί να χωριστεί σε κατηγορίες βάσει πολλών κριτηρίων. Το ύφος του τραγουδιού είναι ένα από αυτά. Σύμφωνα με το διαχωρισμό αυτό έχουμε το Cante Jondo, το Cante Chico και το Cante Intermedio, που είναι λιγότερο έντονο, αλλά πιο στολισμένο μουσικά. Το Cante Jondo είναι έντονα μελαγχολικό τραγούδι με θέμα το θάνατο, τα ανθρώπινα βάσανα, την απόγνωση, τη λύπη και το θρησκευτικό αίσθημα. Σε αυτό το είδος τραγουδιού θεωρείται ότι ο καλλιτέχνης, αυτοσχεδιάζοντας ουσιαστικά, τραγουδάει μέσα από την ψυχή του. Το Cante Chico (Μικρό Τραγούδι) ασχολείται με πιο ανάλαφρα θέματα (έρωτας, φύση, χαρά, ευτυχία, τολμηρό χιούμορ). Συνοδεύεται από κιθάρα φλαμένκο.
Εκτός από την περιοχή της Ανδαλουσίας (που υπήρξε το λίκνο του φλαμένκο), κέντρα της ανάπτυξής του έγιναν και η Σεβίλλη, το Κάδιξ, η Μάλαγα.
Χορεύουν ο Αντόνιο Γκάδες και η Κριστίνα Χόγιος
- Ιταλία
Η ζωή και ο θάνατος του Αντόνιο Βιβάλντι (Βενετία, 4/3/1678, Βιέννη, 28/7/1741) απέδειξαν σε μεγάλο βαθμό την αλήθεια του λατινικού ρητού «sic transit Gloria mundi» (έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου).
Αντόνιο Βιβάλντι
Υπήρξε από τους παραγωγικότερους συνθέτες της εποχής μπαρόκ και, ταυτόχρονα, εξαιρετικός βιρτουόζος του βιολιού το οποίο, ούτως ή άλλως, ήταν το εξέχον όργανο της ιταλικής μουσικής. Την περίοδο της ακμής του, κατέφθαναν στη Βενετία μουσικόφιλοι από όλη την Ιταλία και την Ευρώπη, όχι μόνο για να ακούσουν τις συνθέσεις του, αλλά και για να απολαύσουν τον ίδιο να ερμηνεύει. Οι συνθέσεις του Βιβάλντι έφτασαν στη Γερμανία κι έγιναν πηγή έμπνευσης για τον Μπαχ, που έδειξε το ενδιαφέρον του μεταγράφοντας αρκετά από τα κοντσέρτα του Ιταλού συναδέλφου του.
Τη δεκαετία 1725-1735 ο Βιβάλντι είναι περιζήτητος στην Ευρώπη και ταξιδεύει παντού (Ρώμη, Φλωρεντία, Βιέννη), εκδίδοντας τα σημαντικότερα έργα του στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες, όπου είναι προσκεκλημένος, ενθουσιάζοντας τα πλήθη. Μέχρι και ο Πάπας ζητά να τον ακούσει, ενώ είναι βέβαιο ότι και ο αυτοκράτορας είχε εντυπωσιαστεί από το ταλέντο του. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια της ζωής του τον βρίσκουν ξεχασμένο και εγκαταλελειμμένο από τον κόσμο. Ο καλλιτέχνης που υπήρξε η δόξα της Βενετίας και το αγαπημένο της παιδί εξαφανίζεται μέσα σε μια γενικότερη αδιαφορία. Οι έρευνες που έγιναν περίπου δύο αιώνες μετά το θάνατό του, αποκάλυψαν ότι έμεινε ολομόναχος, πάμπτωχος και ξεχασμένος απ’ όλους. Πέθανε στη Βιέννη κι η ταφή του έγινε σ’ ένα νεκροταφείο για απόρους. Η κηδεία του χαρακτηρίστηκε από απόλυτη λιτότητα που περιλάμβανε έξι μόνο «φορείς», έξι παιδιά χορωδίας κι έναν απλό ήχο καμπάνας.
Ο «κόκκινος παπάς»
Το 1703 (σε ηλικία 25 ετών), ο Βιβάλντι χειροτονείται ιερέας, σύντομα όμως εγκαταλείπει αυτή τη θέση.
Μια μαρτυρία αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια μιας λειτουργίας αφήνει ξαφνικά το βωμό και πηγαίνει στο σκευοφυλάκιο για να καταγράψει στο χαρτί ένα θέμα φούγκας που στριφογυρνούσε στο μυαλό του! Η Ιερά Εξέταση χαρακτηρίζει αυτή τη συμπεριφορά ένδειξη τρέλας και από εκείνη τη στιγμή του απαγορεύει να λειτουργεί. Οπωσδήποτε, ο Βιβάλντι ήταν καλλιτέχνης της υπερβολής… Πάντως, σύμφωνα με άλλη (πιο αξιόπιστη μάλλον) εκδοχή, η απομάκρυνσή του οφείλεται στην εξασθενημένη υγεία του. Ασθματικός, ισχνός και πολύ νευρικός, νιώθει συχνά ασφυξία κατά τη διάρκεια της ιερουργίας κι έχει ανάγκη να εγκαταλείψει το βωμό για να του παρασχεθεί η κατάλληλη φροντίδα.
Η σύντομη αυτή εμπειρία από τον κληρικό βίο, του χάρισε το παρατσούκλι «κόκκινος παπάς» (από τα κόκκινα μαλλιά του).
Οι πασίγνωστες «Τέσσερις Εποχές», αφιερωμένες στον κόμη Μορζίν, εκδίδονται για πρώτη φορά το 1724, ως προπομπός μιας συλλογής από δώδεκα κοντσέρτα για βιολί. Στην πραγματικότητα, τα έργα αυτά δημιουργήθηκαν ξεχωριστά και ενώθηκαν στη συνέχεια.
Από την πρώτη κιόλας έκδοση, καθεμία από τις Τέσσερις Εποχές συνοδεύεται από ένα σονέτο που απεικονίζει το μουσικό ύφος του συνθέτη.
4 εποχές, ο Χειμώνας.
Το πρώτο μέρος του (allegro non molto) είναι εμπνευσμένο από τον «Παγωμένο Άνεμο» (Βασιλιάς Αρθούρος του Χένρι Πέρσελ)
Σολίστ (βιολί) ο Γεχούντι Μενουχίν
Να τρέμεις στη μέση του παγωμένου χιονιού,
κάτω από τα έξαλλα χτυπήματα του βόρειου ανέμου.
Να τρέχεις χτυπώντας στο έδαφος,
να τρίζεις τα δόντια.
Να κάθεσαι στη γωνιά του τζακιού, ευτυχισμένος και ήρεμος
όταν έξω η βροχή πλημμυρίζει το σύμπαν,
να περπατάς με αργά βήματα πάνω στον πάγο,
προσεκτικός, μήπως στριφογυρίσεις, γλιστρήσεις ή πέσεις.
Να σηκώνεσαι ξανά
και να τρέχεις
μέχρι τη χαράδρα
να ακούσεις το ξέσπασμα των ξέφρενων ανέμων,
να ο χειμώνας με τις χαρές του.
Η Ταραντέλα
Η Ταραντέλα Πίτσικα είναι ο πιο χαρακτηριστικός τελετουργικός χορός της Κάτω Ιταλίας. Συνδέεται με την αρχαία ελληνική αποικία του Τάραντα που βρίσκεται πολύ κοντά στο Μπρίντιζι και στο Λέτσε, στον πυρήνα των ελληνόφωνων χωριών του Σαλέντο. Συνδέεται με ένα φαινόμενο που λεγόταν ταραντισμός, μια μορφή κρίσης μανίας, που θεωρούσαν ότι οφειλόταν στο τσίμπημα μιας αράχνης («πιτσικάρε» σημαίνει «τσιμπώ»). Για να θεραπευτεί ο χωρικός που είχε τσιμπηθεί από την ταραντούλα στα χωράφια γινόταν ένας μουσικός εξορκισμός. Ειδικοί οργανοπαίχτες πήγαιναν στο σπίτι του αρρώστου κι άρχιζαν να παίζουν 12 διαφορετικά μοτίβα. Στη μελωδία που θεωρούσαν ότι αντιστοιχεί στο μέγεθος και το χρώμα της αράχνης από την οποία τσιμπήθηκε, ο άρρωστος άρχιζε να χτυπιέται, ξεκινώντας ένα ξέφρενο χορό που μιμούνταν τις κινήσεις της αράχνης. Ο εξορκισμός μπορούσε να κρατήσει μέχρι και τρεις μέρες χωρίς διακοπή. Τέλος, ο άρρωστος έπεφτε στο πάτωμα εξουθενωμένος αλλά θεραπευμένος.
Στα ελληνόφωνα χωριά, «συμπτώματα» του ταραντισμού εμφανίζονται μέχρι και τη δεκαετία του ’60. Στα επόμενα χρόνια οι κοινωνικές συνθήκες έπαψαν να ευνοούν τέτοιου είδους δρώμενα. Αλλά κάθε χρόνο, στις 29 Ιουνίου (γιορτή του Αγίου Παύλου), οι γεροντότεροι Ταραντάτοι (αυτοί δηλαδή που χόρεψαν παλιά, κάτω από την επίδραση τέτοιας μορφής κρίσης) συγκεντρώνονται στην ελληνόφωνη περιοχή, κάνοντας ένα λαϊκό προσκύνημα. Η Ταραντέλα Πίτσικα δεν είναι απλός χορός, αλλά μια τελετουργία που ανάγει την καταγωγή της στην Αρχαία Ελλάδα. Αρκετές κινήσεις θυμίζουν εικόνες από αρχαία αγγεία. Εξάλλου, οι γυναίκες είναι αυτές που παίρνουν το ταμπορέλο (ντέφι) που στην αρχαία Ελλάδα έπαιζαν οι βακχίδες, οι ακόλουθες του Διονύσου.
Παραδοσιακή ναπολιτάνικη ταραντέλα
- Ουγγαρία
Στις 22 Οκτωβρίου του 1811 γεννήθηκε στο Ράιντινγκ της Ουγγαρίας ο συνθέτης Φραντς Λιστ.
Φραντς Λιστ
Από Ούγγρο πατέρα (γερμανικής καταγωγής) και Αυστριακή μητέρα, σε ηλικία 10 ετών ο Λιστ φεύγει για τη Βιέννη, όπου γίνεται ο αγαπημένος μαθητής του Τσέρνι και του Σαλιέρι. Ο Τσέρνι, τον παρουσιάζει στον Μπετόβεν. Η εκπαίδευση του Λιστ συνεχίζεται στο Παρίσι. Στη Γαλλική πρωτεύουσα γνωρίζει ανθρώπους που θα ασκήσουν καθοριστική επίδραση στη ζωή του. Τους συνθέτες Φρεντερίκ Σοπέν και Εκτόρ Μπερλιόζ, τον δεξιοτέχνη βιολονίστα Νικολό Παγκανίνι, το ζωγράφο Εζέν Ντελακρουά, την εκκεντρική συγγραφέα βαρόνη Ορόρ Ντιντεβάν, γνωστή με το ψευδώνυμο Ζορζ Σαντ (Γεωργία Σάνδη).
Ο Λιστ, εκτός από συνθέτης, διακρίθηκε και ως βιρτουόζος πιανίστας, ερμηνεύοντας τόσο το δικό του έργο, όσο και του Σοπέν. Η πριγκίπισσα Καρολίνα Σάιν-Βίτγκενστάιν τον έπεισε να αφοσιωθεί στη σύνθεση. Το 1850 διεύθυνε το έργο του νεαρού τότε Ρίχαρντ Βάγκνερ Λόενγκριν (αργότερα, ο Βάγκνερ θα γίνει σύζυγος της κόρης του Λιστ Κόζιμα) και συνέβαλε στην εξέλιξη της Βαϊμάρης σε μια λαμπρή πολιτιστική πρωτεύουσα. Υπήρξε συνθέτης έργων με όραμα, μεγάλος υπερασπιστής της μουσικής της εποχής του και ακούραστος παιδαγωγός. Πέθανε στο Μπαϊρόιτ, στις 31 Ιουλίου του 1886.
Ρίχαρντ Βάγκνερ, Κόζιμα Λιστ
Το Notturno no 3 (Όνειρο αγάπης) του Λιστ ερμηνεύει
ο Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ.
Τσάρντας!
- Πολωνία
Στις 17 Οκτωβρίου του 1849 έφυγε από τη ζωή ο Πολωνός συνθέτης Φρεντερίκ Σοπέν.
Φρεντερίκ Σοπέν
Η κηδεία γίνεται στο Παρίσι, στο κοιμητήριο του Περ Λασέζ, ενώ το φέρετρο σηκώνουν στους ώμους τους –ανάμεσα σε άλλους– ο συνθέτης Τζιάκομο Μέγιερμπεερ και ο ζωγράφος Εζέν Ντελακρουά, υπό τους ήχος του Ρέκβιεμ του Μότσαρτ (σύμφωνα με επιθυμία του Σοπέν). Επίσης ερμηνεύονται τα δικά του Πρελούδια αρ. 4 και 6. Ένα χρόνο αργότερα έγιναν τα αποκαλυπτήρια ενός μνημείου με τη μορφή μιας μούσας που θρηνεί, κρατώντας λύρα σπασμένη. Η τελευταία θέληση του συνθέτη ήταν η καρδιά του να μεταφερθεί στη Βαρσοβία. Σήμερα φυλάσσεται στην εκκλησία του Τίμιου Σταυρού.
Ο Σοπέν γεννήθηκε την 1η Μαρτίου του 1810 στη Ζελάζοβα Βόλα, κοντά στη Βαρσοβία (Πολωνία).
Η εποχή εκείνη αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της μουσικής. Την ίδια χρονιά (1810) γεννήθηκε και ο Ρόμπερτ Σούμαν, ενώ ένα χρόνο νωρίτερα είχε γεννηθεί ο Φέλιξ Μέντελσον (1809). Ο Φραντς Λιστ γεννιέται ένα χρόνο αργότερα (1811), ο Ρίχαρντ Βάγκνερ και ο Τζουζέπε Βέρντι (10 Οκτωβρίου) έρχονται στη ζωή το 1813. Με αυτή τη νέα γενιά εμφανίζεται μία ριζικά καινούργια μουσική, που ονομάζεται «ρομαντική» και έρχεται σε αντίθεση με τον κλασικισμό του Χάιντν, του Μότσαρτ και του Μπετόβεν.
Το έργο του Σοπέν είναι σχεδόν αποκλειστικά προορισμένο για πιάνο. Το πιάνο είναι το προνομιούχο όργανο της ρομαντικής έκφρασης. Ο Σοπέν, ο Λιστ και ο Σούμαν του εμπιστεύονται το θεμελιώδες κομμάτι της μουσικής τους σκέψης.
Ο Φρεντερίκ Σοπέν, μόλις στα τρία του χρόνια, είναι ήδη ένα παιδί-θαύμα, αυτοσχεδιάζοντας στο πιάνο μικρά κομμάτια. Επτά χρονών, ο μικρός πιανίστας εκπλήσσει το κοινό της Βαρσοβίας. Έφηβος ακόμα, εγκαταλείπει το πανεπιστήμιο για να αφιερωθεί στη μουσική. Το 1832, ο Ρόμπερτ Σούμαν θα αναφερθεί στο Σοπέν με τη διάσημη φράση του: «Κύριοι, αποκαλυφθείτε! Μια ιδιοφυία…»
Στη Βιέννη, ο Σοπέν αφήνει κατάπληκτους κοινό και κριτικούς από τις πρώτες κιόλας συναυλίες. Ωστόσο, ο αποχωρισμός των πάτριων εδαφών (μια και για να γίνει γνωστός σ’ ένα ευρύτερο ακροατήριο έπρεπε να φύγει) αποδεικνύεται δύσκολη απόφαση, την οποία καθυστερεί όσο το δυνατό περισσότερο.
«Δεν αισθάνομαι τη δύναμη να οριστικοποιήσω τη μέρα της αναχώρησής μου. Αν φύγω, δεν θα ξαναδώ πια το σπίτι μου, μου φαίνεται. Πιστεύω ότι θα πεθάνω μακριά. Και πόσο λυπητερό είναι να πεθαίνει κανείς σε άλλο μέρος από αυτό που έζησε».
Δυστυχώς, η διαίσθησή του επαληθεύτηκε…
Το Νοέμβρη του 1830 πληροφορείται την εξέγερση της Βαρσοβίας κατά της τσαρικής εξουσίας. Και, ενώ βρίσκεται σε περιοδεία στη Στουτγάρδη (Σεπτέμβριος του 1831), μαθαίνει ότι ο ρωσικός στρατός επανέκτησε τη Βαρσοβία μέσα σε λουτρό αίματος. Ο Σοπέν αγνοεί την τύχη της οικογένειάς του και βυθίζεται σε απόγνωση. Η πτώση της πατρίδας του βρίσκει αντανάκλαση στην Επαναστατική Σπουδή, στο Σκέρτσο ερ. 20 και στα Πρελούδια Νο 2 και Νο 24, έργα μεθυσμένα από πόνο και επιθυμία εκδίκησης. Από κει και πέρα θα είναι για πάντα ο «εξόριστος»…
Το σπίτι του Σοπέν στο Παρίσι
Εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου γνωρίζεται με το Λιστ και τις άλλες προσωπικότητες της εποχής. Προσβάλλεται από φυματίωση. Η ασθένεια θα τον ακολουθήσει ως το τέλος της ζωής του. Τα τελευταία χρόνια δε συνθέτει σχεδόν καθόλου. Για να επιζήσει διπλασιάζει τα μαθήματα, αλλά η εύθραυστη ισορροπία της οικονομικής του κατάστασης διαταράσσεται από τις αλλαγές στην πολιτική κατάσταση. Η επανάσταση του 1848 στη Γαλλία δεν άφησε πολλά περιθώρια στους αριστοκράτες, πολλοί από τους οποίους ήταν μαθητές του Σοπέν.
Ο «εξόριστος» συνθέτης αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 39 ετών. Ο Μπετόβεν είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της ζωής του στα 57, ο Σούμαν στα 46, ο Μότσαρτ στα 36, ο Σούμπερτ μόλις στα 31! Αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι τους είχε ανατεθεί ακριβώς ο απαραίτητος χρόνος για την ολοκλήρωση του έργου τους…
Ο τάφος του Σοπέν στο Παρίσι
Την «επαναστατική» Σπουδή του Σοπέν ερμηνεύει ο Σβιατοσλάβ Ρίχτερ
Η ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι «Ο Πιανίστας», παραγωγής 2002, αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης αυτοβιογραφίας του Εβραίου Πολωνού μουσικού Βλαντισλάβ Σπίλμαν (1911-2000).
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οι συνθήκες διαβίωσης των εβραίων της Πολωνίας σταδιακά χειροτερεύουν και τα δικαιώματά τους περιορίζονται. Το 1940 συγκεντρώνονται όλοι στο γκέτο της Βαρσοβίας, όπου αντιμετωπίζουν την πείνα, την καταδίωξη και τον εξευτελισμό από τους Ναζί και τον συνεχή φόβο του θανάτου ή του βασανισμού. Σύντομα, τους πηγαίνουν στις εγκαταστάσεις εξολόθρευσης στην Τρεμπλίνκα. Ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν σώζεται από τύχη την τελευταία στιγμή, αλλά η περιπέτειά του μόλις έχει αρχίσει…
Ο σκηνοθέτης Ρόμαν Πολάνσκι έζησε ο ίδιος την τραγωδία των στρατοπέδων συγκέντρωσης, ξεφεύγοντας μετά το θάνατο της μητέρας του, όντας παιδί, από το γκέτο της Κρακοβίας. Έζησε στον αχυρώνα ενός αγρότη μέχρι το τέλος του πολέμου. Με τον πατέρα του, που γλίτωσε μετά βίας το θάνατο στα στρατόπεδα, συναντήθηκε μετά το τέλος του πολέμου.
Βλαντισλάβ Σπίλμαν
Ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν σπούδασε μουσική στο Ωδείο της Βαρσοβίας και στην Ακαδημία Τεχνών του Βερολίνου. Διετέλεσε μουσικός διευθυντής του Πολωνικού Ραδιοφώνου από το 1945 ως το 1963. Βιρτουόζος των πιανιστικών έργων του Σοπέν, ερμηνεύει ο ίδιος το Νυχτερινό Νο 20, που έπαιζε στην Πολωνική Ραδιοφωνία τη στιγμή του βομβαρδισμού.
- Ρουμανία
Ο Γκεόργκε Ενέσκου (19/8/1881 – 4/5/1955) είναι ο ιδρυτής της εθνικής ρουμανικής σχολής έντεχνης μουσικής. Συνθέτης και διευθυντής ορχήστρας, ασχολήθηκε με τη μελέτη των λαϊκών και εθνικών μορφών της ρουμανικής μουσικής, όπως ο Μπάρτοκ και ο Κόνταλι στην Ουγγαρία.
Υπήρξε δάσκαλος μερικών από τους πιο διάσημους βιολονίστες της εποχής του. Ο Γεχούντι Μενουχίν ήταν μαθητής του.
Γκεόργκε Ενέσκου
Την Ραψωδία αριθμός 1 του Γκεόργκε Ενέσκου ερμηνεύει
η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου.
Διευθύνει ο Άνταλ Ντοράτι.
Παραδοσιακή μουσική από τα Καρπάθια
- Ρωσία
«Όλα τελείωσαν!… Τι άτυχος που είμαι!…»
Με αυτά τα λόγια φαίνεται πως άφησε την τελευταία του πνοή ο ρώσος συνθέτης Μοντέστ Μουσόργκσκι (Κάρεβο, 9/3/1839, Αγία Πετρούπολη, 16/3/1881), έχοντας μόλις συμπληρώσει τα σαράντα δύο του χρόνια.
«Δεν έχει απομείνει τίποτε άλλο εκτός από τη ζητιανιά», εξομολογήθηκε σ’ ένα φίλο του λίγο πριν πεθάνει. Τέσσερις κρίσεις delirium tremens (τρομώδους παραληρήματος) τον οδήγησαν στο νοσοκομείο. Η μικρή βελτίωση που παρουσίασε δεν κράτησε πολύ. Η τραγική κατάσταση της υγείας του είναι αποτυπωμένη στον πίνακα του ζωγράφου Ρέπιν, στο «πορτρέτο με την κόκκινη μύτη», όπως είναι γνωστό, που φιλοτεχνήθηκε ελάχιστο διάστημα πριν από το τέλος.
Μοντέστ Μουσόργκσκι
Κι όμως, ο Μουσόργκσκι ανήκε σε μια από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της Ρωσίας. Ως μουσικός, υπήρξε μέλος της «Ομάδας των Πέντε» (Μπαλακίρεφ, Κιουί, Μποροντίν, Μουσόργκσκι, Ρίμσκι-Κόρσακοφ). Ο στόχος της ομάδας αυτής ήταν η ανάπτυξη μιας εθνικής ρωσικής μουσικής που θα ενσωμάτωνε το ρωσικό λαϊκό στοιχείο στην έντεχνη μουσική.
Από τα πιο γνωστά έργα του Μουσόργκσκι, η «Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό» είναι βασισμένη σ’ ένα διήγημα του Νικολάι Γκόγκολ («Η παραμονή του Ιβάν Κούπαλα»), που αναφέρεται σε κάποιο χωρικό, αυτόπτη μάρτυρα ενός δαιμονικού χορού την παραμονή της γιορτής του Αϊ-Γιαννιού, στις 23 Ιουνίου, στο Φαλακρό Βουνό (Λίσα Χόρα) κοντά στο Κίεβο. Η αρχική ιδέα του συνθέτη ήταν η δημιουργία μιας όπερας, αλλά το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε. Έγραψε το έργο με τη μορφή συμφωνικού ποιήματος στις αρχές Ιουνίου του 1867 και κατάφερε να το τελειώσει μέσα σε 12 μέρες, ώστε να είναι έτοιμο στις 23 Ιουνίου. Ο πλήρης τίτλος του είναι «Η Νύχτα του Αγίου Ιωάννη στο Φαλακρό Βουνό».
«Είναι ένα αυθεντικά ρωσικό επίτευγμα, εντελώς απελευθερωμένο από τις γερμανικές επιρροές… γεννημένο στο ρωσικό χώμα και μεγαλωμένο όπως το ρώσικο καλαμπόκι» (Μ. Μουσόργκσκι)
Η πρώτη εκδοχή, πάντως, δεν έγινε ευνοϊκά δεκτή από τον Μπαλακίρεφ και ο συνθέτης την αναθεώρησε αργότερα. Πολλά, εξάλλου, από τα έργα του είχαν περιπετειώδη διαδρομή και όσο βρισκόταν στη ζωή και μετά το θάνατό του. Ο Μουσόργκσκι (όπως και άλλοι από την Ομάδα των πέντε) θεωρήθηκε εξτρεμιστής από τον Αυτοκράτορα και την Αυλή του και το 1888, ο Τσάρος Αλέξανδρος Γ΄ διέγραψε την όπερα Μπορίς Γκουντουνόφ από τον κατάλογο των έργων που παίζονταν στην Αυτοκρατορική Όπερα.
Εικόνες από μία έκθεση
Ο Μουσόργκσκι δεν υπήρξε ποτέ ευτυχισμένος. Εκτός από διάφορες άλλες «κακοτυχίες», η ζωή του στιγματίστηκε και από αρκετούς θανάτους, ανάμεσα στους οποίους και του φίλου του, ζωγράφου και αρχιτέκτονα, Βίκτορ Χάρτμαν.
Η απώλεια αυτή του έδωσε την αφορμή για να συνθέσει το δημοφιλέστερο ίσως έργο του, μια σουίτα για πιάνο με τον τίτλο «Εικόνες από μία έκθεση». Η σύνθεση έγινε παγκοσμίως γνωστή μετά από τη μεταγραφή της για ορχήστρα του Μορίς Ραβέλ. Από το Μουσόργκσκι επηρεάστηκε σημαντικά και ο Κλοντ Ντεμπισί, αφού στις «Εικόνες από μία έκθεση» ανιχνεύονται οι αρχές του ιμπρεσιονισμού στη μουσική.
Εικόνες από μία έκθεση του Μοντέστ Μουσόργκσκι.
Την ορχήστρα Gewandhaus της Λειψίας διευθύνει ο Κουρτ Μαζούρ
Μπαλαλάικα