
Η πανούκλα τον καιρό του Βοκάκιου
«Πόσοι γενναίοι άντρες, πόσες ωραίες κυρίες, πόσοι χαριτωμένοι νεαροί που όχι κανένας άλλος, μα ο ίδιος ο Γαληνός, ο Ιπποκράτης, ακόμα κι ο Ασκληπιός, θα τους είχαν δώσει ένα πιστοποιητικό ρωμαλέας υγείας, κολάτσισαν το πρωί μαζί με τους συγγενείς και φίλους, και το ίδιο βράδυ κάθισαν, στον άλλο κόσμο, στο δείπνο των προγόνων τους!…
»… Μερικοί σχημάτιζαν μια παρέα και ζούσαν μακριά απ’ όλους τους άλλους. Συγκεντρωμένοι και κλεισμένοι μέσα σε σπίτια όπου δεν υπήρχαν άρρωστοι κι όπου η ζωή περνούσε ευχάριστα, έτρωγαν με μέτρο ελαφρά φαγητά κι έπιναν εξαίσια κρασιά, αποφεύγοντας κάθε ευκαιρία κραιπάλης και ακολασίας, δεν άφηναν κανένα να τους μεταδώσει νέα απέξω σχετικά με την αρρώστια ή με θανάτους, και αρκούνταν να περνούν την ώρα τους με μουσική ή με όποια άλλη διασκέδαση μπορούσαν…
»… Άλλοι παραδίνονταν αχαλίνωτα στο πιοτό και τις ηδονές, τριγυρνούσαν στην πόλη γλεντώντας και με το τραγούδι στα χείλια, ικανοποιώντας όσο γινόταν περισσότερο τα πάθη τους, γελώντας και παίρνοντας στο αστείο τα πιο θλιβερά γεγονότα…
»… Πολλοί υιοθετούσαν έναν μέσο όρο. Δίχως τίποτα να στερούνται έβαζαν κανονισμό στις επιθυμίες τους. Αντί να κλείνονται στα σπίτια τους κυκλοφορούσαν στα περίχωρα κρατώντας στα χέρια τους είτε λουλούδια είτε αρωματικά βοτάνια είτε διάφορα μπαχαρικά. Τα ’φερναν συχνά στα ρουθούνια τους κι έκριναν καλό να προφυλάγουν τον εγκέφαλό τους ρουφώντας τις μυρωδιές επειδή η ατμόσφαιρα ήταν μολυσμένη από τη δυσωδία των αρρώστων, των πτωμάτων και των γιατρικών. Έλεγαν πως η ασφαλέστερη εγγύηση κατά της μόλυνσης ήταν η φυγή. Έχοντας αυτή την πεποίθηση δε φρόντιζαν παρά μονάχα για τον εαυτό τους, και πολλοί άντρες και γυναίκες παρατούσαν την πόλη, τους συγγενείς τους, την κινητή κι ακίνητη περιουσία τους, κι έφευγαν για τις γειτονικές επαρχίες ή τουλάχιστον για τα περίχωρα της Φλωρεντίας…
»… Όποια κι αν ήταν η θεωρία τους, πολλούς χτυπούσε το κακό, όπου κι αν βρίσκονταν. Είναι άραγε ανάγκη να προσθέσω πως οι πολίτες απέφευγαν ο ένας τον άλλο και πως κανένας δε νοιαζόταν για τον γείτονά του;…
»… Ο λαουτζίκος, ίσως κι ένα μεγάλο μέρος από τη μεσαία τάξη, παρουσίαζε ένα θέαμα της πιο φριχτής εξαθλίωσης. Η φτώχεια ή κάποια αόριστη απαντοχή κρατούσε τους περισσότερους στα σπίτια τους. Δεν ξεμάκραιναν καθόλου από τη γειτονιά τους και κάθε μέρα έπεφταν άρρωστοι κατά χιλιάδες. Δίχως καμιά βοήθεια, δίχως καμιάς λογής εξυπηρέτηση, πέθαιναν σα να λέμε ανελέητα…
»… Ας μη μιλήσουμε για τα χωριά που, κλεισμένα στον περίβολό τους, αποτελούσαν μια μικρογραφία της μεγάλης πόλης. Στα χωριουδάκια, σκόρπια στον κάμπο, καμιά ιατρική βοήθεια, κανένας που να μπορούσες να λογαριάσεις τις υπηρεσίες του. Στις δημοσιές, στα χωράφια, στα σπίτια, οι δύστυχοι ζευγολάτες και οι φαμίλιες τους πέθαναν μέρα νύχτα όχι σαν άνθρωποι, αλλά σαν τα ζώα…»
Το Δεκαήμερο του Βοκάκιου γράφτηκε στη Φλωρεντία το 1350 – 1353. Είχε προηγηθεί η θανατηφόρα πανώλη του 1348, ο «Μαύρος Θάνατος» που εξαφάνισε χιλιάδες ανθρώπους. Στα 1348 όμως η πανώλη (γνωστή ως τότε σαν βουβωνική πανώλη) παρουσιάζει καινούργια όψη, άγνωστη όπως φαίνεται, στη Δύση, τη μόλυνση δηλαδή των πνευμόνων, που μεταδιδόταν ταχύτατα με τον αέρα. Έτσι εξηγούνται οι καταπληκτικές πρόοδοι της αρρώστιας και ο τεράστιος αριθμός των θυμάτων. Ο συγγραφέας περιγράφει τις τραγικές συνθήκες που έζησε και ο ίδιος στην εισαγωγή του έργου του.

Λένε πως οι ιοί και τα βακτήρια (η πανούκλα οφείλεται σε βακτήριο) δεν κάνουν ταξικές διακρίσεις. Πράγματι! Όπως τον 14ο αιώνα, έτσι και τον 21ο, μπορούν να προσβάλλουν άρχοντες και πληβείους. Τον Μπόρις Τζόνσον και τον οδοκαθαριστή της Ντάουνινγκ Στριτ. Τον Μαρινάκη και τον νοσηλευτή. Την πριγκίπισσα Μαρία Τερέζα της Ισπανίας και τη μαγείρισσά της. Δεν λογαριάζουν τίτλους και οφίτσια, είναι εντελώς… δημοκρατικοί! Διακρίσεις κάνουν οι κοινωνίες που είναι χωρισμένες σε τάξεις. Οι άνθρωποι έχουν βούληση, συμφέροντα, ταξικά χαρακτηριστικά. Ο ανασφάλιστος έχει λιγότερες ελπίδες να ζήσει από τον πλούσιο επιχειρηματία. Όπως η παρέα των νεαρών αριστοκρατών στο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, τον 14ο αιώνα, έκλεισε την πανούκλα έξω από τον πολυτελή εξοχικό πύργο κι έμεινε μέσα, ασφαλής και αυτάρκης, λέγοντας… γαργαλιστικές ιστορίες μέχρι να περάσει η συμφορά, έτσι και κάποιοι γόνοι επιχειρηματιών, με όλα τα προβλήματά τους λυμένα, αποπλέουν τον 21ο αιώνα για τα νησιά, σκορπίζοντας στο διάβα τους… κορονοϊό, για να ’χουν να λένε ιστορίες στα εγγόνια τους.
Τον 14ο αιώνα, όταν «η συμφορά είχε τόσο πολύ κατατρομάξει άντρες και γυναίκες που ο αδερφός παρατούσε τον αδερφό, ο θείος τον ανιψιό, η αδερφή τον αδερφό, συχνά, μάλιστα, η γυναίκα τον άντρα της… οι πατέρες και οι μητέρες σα να μην ήταν πια δικά τους τα ίδια τους τα παιδιά… οι άρρωστοι κι από τα δύο φύλα (κι ήταν αμέτρητοι) δεν έβρισκαν άλλο αποκούμπι από τη στοργή των φίλων –αλλά πόσο λίγοι είχαν αυτή την ευτυχία;…»
Τον 21ο αιώνα, εν μέσω «ιών, βακτηρίων και άλλων δαιμονίων», ποιοι είναι οι φίλοι μας, το «αποκούμπι» μας, το στήριγμά μας στη δυσκολία;…
Βιβλία για αναγνώστριες και αναγνώστες με απαιτήσεις από τον εαυτό τους!
Δεν είμαστε «όλοι μαζί» στο γκισέ της εφορίας ή της τράπεζας ούτε στα ανύπαρκτα ή υποστελεχωμένα κέντρα υγείας, στα ξεχειλισμένα νοσοκομεία, στις ακριβοθώρητες ΜΕΘ. «Εθνική» μεν η υπόθεση, αλλά «ατομική» η ευθύνη, όπως επίμονα επαναλαμβάνουν οι ταγοί μας πρωί-μεσημέρι-βράδυ στις «κορονο-ενημερώσεις». Δική μας η ευθύνη αν αρρωστήσουμε, δική μας αν πεθάνουμε, δική μας αν δεν στηρίξουμε με τη σιωπή και την ανοχή μας την «εθνική προσπάθεια», αποδεχόμενοι την απόλυση, τη δουλειά χωρίς μέτρα προστασίας, το ξέφτισμα των δικαιωμάτων μας.
Η στοργή των φίλων σήμερα δεν μπορεί να είναι παρά μόνο η συλλογική αλληλεγγύη των συναγωνιστριών και των συναγωνιστών μας, του διπλανού που ξέρουμε ότι υποφέρει όπως εμείς και που έχει τον ίδιο εχθρό μ’ εμάς. Μην ξεγελιέστε –δεν είναι ο κορονοϊός ο κοινός εχθρός μας. Αυτός είναι μόνο το μέσον –τυχαίο ή όχι, δεν έχει σημασία. Εχθρός είναι η κοινωνία του κέρδους, που αντιπαραθέτει την «οικονομία» στη ζωή, λες κι είναι η «οικονομία» κάτι αόρατο ή μαγικό. Η οικονομία όμως διαμορφώνεται από τη δουλειά των εργαζόμενων –κυρίως από το ποιος νέμεται το αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς. Ούτε ο ιός είναι ένας «αόρατος» εχθρός. Η διαχείριση των συνεπειών του κατευθύνεται από ένα πολύ ορατό χέρι. Είναι το χέρι της εξουσίας των εκμεταλλευτών μας. Και την κρίσιμη ώρα, η εξουσία κάνει μία εντελώς αναμενόμενη διάκριση που κανένας ιός δεν μπορεί –ούτε θέλει– να κάνει.

Μένουμε δυνατές, μένουμε ενωμένες, μένουμε δραστήριες!
Δεν μένουμε φιμωμένες, τρομαγμένες και άπραγες!

Πέντε παλιότερα βιβλία και μια επανέκδοση είναι η
αναγνωστική πρότασή μας για τις επόμενες ημέρες.

Ο’ ΧΕΝΡΙ
Μετάφραση: Βασιλεία Παπαρήγα
Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή
10 ιστορίες της Νέας Υόρκης
Με την είσοδο του 20ου αιώνα, ο Ουίλιαμ Σίντνεϊ Πόρτερ μετακομίζει στη Ν. Υόρκη. Έχει ήδη πάρει το ψευδώνυμο Ο ’Χένρι, που το χρησιμοποιεί για να υπογράφει τις μικρές ιστορίες του. Η Αμερικάνικη μεγαλούπολη αποτέλεσε το σκηνικό για τις περισσότερες από όσες άλλες έγραψε στη συνέχεια.
Δέκα από αυτές θα σας δώσουν την ευκαιρία να ανακαλύψετε τη Νέα Υόρκη του τότε, όπως την είδε με τα μάτια του ο συγγραφέας, σκαλίζοντας με επιμονή τις ζωές των κατοίκων της. Ανιχνεύει τις σχέσεις τους μελετώντας τα καταλύματά τους, εισχωρεί στο μυαλό τους κρυφακούγοντας τις κουβέντες τους, κατασκοπεύει τις συνήθειες, αποκρυπτογραφεί τις σκέψεις, εισβάλλει στα όνειρά τους. Το χιούμορ του Ο ’Χένρι, διεισδυτικό και καταλυτικό ταυτόχρονα, είναι το βασικότερο στοιχείο της θεατρικής σκηνής που ο ίδιος ο συγγραφέας στήνει για τους πρωταγωνιστές των ιστοριών του.
Αντρόγυνα μικροαστών, που διασκεδάζουν τη ρουτίνα της άχαρης και ανούσιας ζωής τους παριστάνοντας τους αντίπαλους σ’ ένα ατέρμονο ανταγωνιστικό παιχνίδι, νεαρές κοπέλες, που δουλεύουν για πενταροδεκάρες στα πολυκαταστήματα έχοντας συνάψει μία καθημερινή, άκρως επικίνδυνη σχέση με τη μοναξιά, την ασιτία και το θάνατο, ευφυή τετράποδα που οικειοθελώς ταυτίζονται με την όχι και τόσο ευοίωνη τύχη του αφεντικού τους, επιπλωμένα δωμάτια που μες στη μιζέρια τους αποκτούν μια σχεδόν ανθρωποφαγική προσωπικότητα, αλλά και η δολοφονική άγνοια, μαζί με την ανέμελη, σκανδαλωδώς «αθώα» αδιαφορία των αστών της εποχής για οτιδήποτε άλλο εκτός από την καλοπέρασή τους, είναι λίγα μόνο από τα θέματα που ο αμερικανός συγγραφέας επιλέγει να παρατάξει στην απρόσμενα αποκαλυπτική παρέλαση των νεοϋορκέζικων ιστοριών του.
10 μικρά διαμάντια πεζογραφίας τα οποία, χωρίς να κατατάσσονται στην αμερικανική προλεταριακή λογοτεχνία, όπως τα διηγήματα της ομώνυμης έκδοσης της Σύγχρονης Εποχής του 1986, διαθέτουν ωστόσο το προτέρημα μιας πολύ ενδιαφέρουσας καταγραφής εκείνης της ταχύτατα εξελισσόμενης καπιταλιστικής κοινωνίας.

ΡΙΤΣΑΡΝΤ Ο. ΜΠΟΓΙΕΡ – ΧΕΡΜΠΕΡΤ Μ. ΜΟΡΕ
Μετάφραση: Αθηνά Παναγοπούλου
Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή
Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ
Με άμεσο και μυθιστορηματικό τρόπο περιγράφεται η ιστορία των εργατικών αγώνων στις ΗΠΑ από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, μέχρι τα χρόνια του Μακαρθισμού. Τα γεγονότα ξετυλίγονται σε μορφή προσωπικών και συλλογικών ιστοριών, πραγματικών και μη, που όμως αναπαριστούν την εποχή.
Στο βιβλίο αυτό, σύμφωνα με τους συγγραφείς του, «περιέχεται η ιστορία των ανώνυμων αντρών και γυναικών που αποτέλεσαν την καρδιά του εργατικού κινήματος».
Οι ιστορίες αυτές, όπως η ιστορία του κυρίου Γκρόσαπ και της γυναίκας του που θα μπορούσε να είναι η δική μας σημερινή ή αυριανή ιστορία, έχουν την ανεξίτηλη σφραγίδα του κοινού στοιχείου όλων των εκμεταλλευτικών κοινωνιών.
«Η οικονομική κρίση έμοιαζε με κάποια φυσική καταστροφή, κάτι σαν πλημμύρα, τυφώνα ή θύελλα, που αφάνιζε τα πάντα στο πέρασμά της. Κάπως έτσι αποτυπώθηκε στο μυαλό του κοινού ανθρώπου. Όμως, αντίθετα με τη θύελλα, η κρίση δεν κόπαζε. Συνεχιζόταν χρόνο με το χρόνο, 1929, 1930, 1931, 1932, 1933, έπαιρνε ολοένα νέες διαστάσεις, βάθαινε όλο και πιο πολύ, στερούσε δουλειές και στέγη, πετούσε εκατομμύρια αστέγους στο δρόμο, εξαπλώθηκε στη Λατινική Αμερική και στην Ευρώπη, παγίδεψε ολόκληρες χώρες και ηπείρους, την περήφανη αυτοκρατορία της Μεγάλης Βρετανίας, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστρία, τα Βαλκάνια, ολόκληρη την Αφρική και την Ασία…»
»Στην αρχή ο κάθε άνθρωπος βρέθηκε μόνος, σιωπηλός στο σπίτι του, προσπαθούσε να κρύψει την ανεργία και τη φτώχεια του σα να ήταν κάποια ντροπιαστική αρρώστια.»
Το πώς ο κύριος Γκρόσαπ βγήκε από τη φυλακή του απομονωμένου εαυτού του, πώς συνειδητοποίησε ότι ένας άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα μόνος του κι ένα σωρό άλλες ιστορίες από την άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ θα τα μάθετε, φυσικά, διαβάζοντας το βιβλίο…

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Εκδόσεις: Κέδρος
Το ημερολόγιο της Πηνελόπης
Πρωτοδημοσιεύτηκε ως επιφυλλίδα στο Ριζοσπάστη, τον Αύγουστο του 1946.
Κάτω από τον τίτλο του έργου του, ο συγγραφέας ορίζει ως διάρκεια δράσης από το 1193 π. Χ. ως τις μέρες μας και παραπέρα.
«… Οι αγνοί προγονολάτρες και νεοπατριώτες… θα σκίσουνε τα ιμάτιά τους φωνάζοντας, πως είμαι πλαστογράφος του θυμητικού της Ιδανικής Γυναίκας και διασύρω προδοτικά ένα ‘μεγάλο εθνικόν κεφάλαιον’ –μια Σκιά!
Αφού λοιπόν οι τέτοιοι καλοθελητάδες παίρνουνε για πραγματικότητα το Μύθο, γιατί να μην κάνω κι εγώ το Μύθο πραγματικότητα; Κι αφού σαν ιστοριογράφοι μεταβάλλουνε την ιστορία σε μυθολογία, γιατί κι εγώ, σα φαντασιογράφος, να μη μεταβάλω τη μυθολογία σε ιστορία;
Έχουνε λοιπόν όλο τους το δίκιο να θυμώσουνε. Μα δε θα μολογήσουν την αληθινήν αιτία του θυμού τους. Ξέρουνε πως οι πράξες, οι στοχασμοί κι ο βίος της είναι μέσες άκρες ο βίος, οι στοχασμοί και οι πράξες όλων των Αφεντάδων (που ζουν εις βάρος των λαών τους) όποιο και να ’χουν όνομα κι όποιους καιρούς να μαγαρίζουν.»
Όπως στην «Αληθινή απολογία του Σωκράτη» και στον «Άτταλο τον Τρίτο», έτσι και στο «Ημερολόγιο της Πηνελόπης» ο Βάρναλης μιλάει μέσα από το μύθο για τα οικεία κακά όλων των εποχών (αλλά και της εποχής μας), για τη δικτατορία της τετάρτης Αυγούστου, για τον πόλεμο του 40-41, για την κατοχή, για το λαϊκό κράτος των βουνών, για τον πολιτικό συνασπισμό του ΕΑΜ, για τους Άγγλους, για τον εμφύλιο πόλεμο.
Επιπλέον, το αναμφισβήτητο κέρδος που προκύπτει από την ανάγνωση του έργου αυτού είναι το ξεσκέπασμα του σαθρού ιδεολογήματος ότι, τάχα, οι άντρες –ως εξουσιαστές– ευθύνονται για τα βάσανα των λαών και ότι οι γυναίκες, στη θέση τους, θα έκαναν όλη τη διαφορά. Αντίθετα, ο συγγραφέας βάζει την Πηνελόπη του να κομπάζει ότι άντρες είναι μονάχα οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες! «Ο καλύτερος άντρας είμ’ εγώ. Γι’ αφτό δε ζητάω άντρα, υπηρέτες ζητάω»…
Κατά τα άλλα, η Πηνελόπη, σαν «ο καλύτερος άντρας» του βασιλείου της, ξέρει καλά πώς παίζεται το παιχνίδι της εξουσίας ή, καλύτερα, της τυραννίας. Εκείνο που τη νοιάζει είναι η τάξη μέσα στο παλάτι της, κι ας πεινά παραόξω ο λαός, αφού «λαός είναι! πάντα πεινάει»… Εξάλλου, «ο δρόμος της Αρετής είναι δρόμος της Νηστείας»! Τα σχέδιά της, απλά και δοκιμασμένα: «να χωρίσω τους αρχόντους από το λαό για σήμερα και να τους στρέψω τον ένα κόντρα στον άλλονε. Για μεθάβριο, θ’ άλλαζε το σκέδιο μοναχό του. Οι πρίγκιπες, όταν θα μεγάλωνε ο κίντυνος του λαού, θα ρχόντανε μαζί μου. Κόντρα στο λαό»…
Κι όταν ο Θερσίτης, άνθρωπος του λαού, φοβερίζει ότι «εμείς που φκιάσαμε τον τόπο μας, εμείς θα γίνουμε κι αφέντες του. Ζητάμε να πάρουμε μοναχοί μας το δίκιο μας και τη λεφτεριά μας, που θα πει την εξουσία», η «σεπτή Άνασσα», μαθαίνοντας ότι «όλο φυλακή τόνε βάζουνε και μυαλό δε βάζει», αποφάσισε:
–Να τον ξαναβάλετε. Κι εκεί να του δώσετε διακόσιες βουρδουλιές για μένα κι άλλες τόσες για χατίρι του λαού.
Ο σκλάβος λαός, τόσο περισσότερο δεν καταλαβαίνει κι ευχαριστιέται, όσο τον κάνεις περισσότερο γουρούνι. Έτσι, σκοτώνει κανείς ευκολότερα πέντε χιλιάδες λαό, παρά πενήντα πρίγκιπες. Γιατί τότε «θα ’χαμε επανάσταση του… λαού»!
Και χαίρονται οι διάφορες «Πηνελόπες» όταν κάνουν πράξη τη μεγαλύτερη «αλήθεια τους», ότι «δεν υπάρχει λεφτεριά χωρίς τρόμο κι αλυσίδες», καταφέρνοντας μάλιστα να πείσουν ότι κάτω από την «τάξη» που επιβάλλουν για το συμφέρον τους είναι «όλοι ευτυχισμένοι, αφέντες και λαός». Κι είναι ωραία τότε η ζωή για τους καταπιεστές μας…
Σε αυτό το σημείο τελειώνει ή, μάλλον, διακόπτει το Παραμύθι της Πηνελόπης ο Κώστας Βάρναλης, γιατί –δεν παραλείπει να επισημάνει– κάθε τέλος είναι και μια αρχή. Αλλά η καινούργια αρχή, δηλαδή τα νέα ξεκινήματα, δεν γράφονται, ως γνωστόν, με μελάνι στο χαρτί. Γράφονται με αγώνες στη ζωή. Ύστερα, τα παίρνουν οι λαϊκοί βάρδοι και τα κάνουν τραγούδια…

ΤΖΟΝ ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ
Εκδόσεις: Παπαδόπουλος
Τα σταφύλια της οργής
Τα «Σταφύλια της Οργής», το γνωστότερο μυθιστόρημα του Τζον Στάινμπεκ, είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αξίζει να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί.
Γεννημένος στο Σαλίνας της Καλιφόρνια το 1902, ο Στάινμπεκ έζησε μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, αλλάζοντας τα επαγγέλματα, το ένα μετά το άλλο. Έγινε -με τη σειρά- κάου μπόι σε ράντσο, βοηθός ξυλουργού, μαθητευόμενος ελαιοχρωματιστής, χημικός, εργάτης, δημοσιογράφος… ώσπου, ως επιστάτης (σ’ ένα κτήμα που κλεινόταν απ’ τα χιόνια οχτώ μήνες το χρόνο!) άρχισε επιτέλους να γράφει σοβαρά.
Το μυθιστόρημα (1939) μιλά για την οικονομική κρίση στην Αμερική, στη διάρκεια του μεσοπολέμου που, όπως κάθε οικονομική κρίση του καπιταλισμού, γέννησε φτώχεια, ανεργία, ρατσισμό. Όταν πρωτοεκδόθηκε, το βιβλίο χτύπησε την Αμερική σαν καταιγίδα. Σε αυτό περιγράφεται η οδύσσεια των ξεσπιτωμένων οικογενειών που διώχτηκαν από τα χτήματά τους στην Οκλαχόμα, παίρνοντας το δρόμο της οικονομικής «εσωτερικής» μετανάστευσης για τη «Χρυσή Δύση», χωρίς όμως να βρουν την αφθονία που περίμεναν. Μακριά από τις ασήμαντες περιουσίες τους και τα κατεστραμμένα ξυλόσπιτά τους, που αντιπροσώπευαν τόσα χρόνια ελπίδας και μόχθου, η ζωή παρέμενε ζοφερή, σημαδεμένη από την ίδια εκμετάλλευση, με φορεμένα λίγο αλλιώτικα ρούχα.
Είναι διαδεδομένος ο ισχυρισμός ότι το μυθιστόρημα τελειώνει απαισιόδοξα… Δεν θα συμφωνήσουμε με την άποψη αυτή. Η δική μας αισιοδοξία φωτίζει με πολύ διαφορετικό φως την κατάληξη του έργου. Δεν έχετε παρά να το διαπιστώσετε…
Τα «Σταφύλια της Οργής» είναι ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αξίζει να διαβαστεί και να ξαναδιαβαστεί.

ΑΡΤΣΙΜΠΑΛΝΤ ΤΖΟΖΕΦ ΚΡΟΝΙΝ
Εκδόσεις: κυκλοφορεί σε πολλές εκδόσεις
Το Κάστρο
Ένα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από τον κατάλογο προτίμησης των αναγνωστών.
Ο Α. Τζ. Κρόνιν, γιατρός ο ίδιος, περιγράφει σε πολλά από τα έργα του περιστατικά εμπνευσμένα από την άσκηση του επαγγέλματός του στην Αγγλία. Πήρε το πτυχίο του από την ιατρική σχολή της Γλασκώβης το 1919. Από το 1921 ως το 1924 εργάστηκε στα ανθρακωρυχεία της Νότιας Ουαλίας, όπου άρχισε έρευνες για τις επαγγελματικές νόσους. Για ένα διάστημα τοποθετήθηκε υγειονομικός επιθεωρητής των μεταλλείων. Από το 1926 εξάσκησε την Ιατρική ως ελεύθερος επαγγελματίας στο Λονδίνο.
Το πρώτο του μυθιστόρημα (Hatter’s Castle) γράφτηκε κατά τη διάρκεια της ανάρρωσής του (το 1930 αρρώστησε σοβαρά), μέσα σε διάστημα τριών μηνών. To έργο γνώρισε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο. Από εκεί και πέρα, ο Κρόνιν εγκαταλείπει την ιατρική και αφοσιώνεται στο γράψιμο.
Ο τίτλος του βιβλίου «Το Κάστρο» (The Citadel, 1937) παραπέμπει στο όραμα ενός νεαρού γιατρού. Στη συνείδηση του γιατρού, το όραμα παίρνει τη μορφή ενός αθέατου ακόμη, όμως υπαρκτού κάστρου. Με αυτό το βιβλίο ο Κρόνιν έβαζε εκ νέου το πρόβλημα ασφάλειας των ανθρακωρύχων. Το Σεπτέμβριο του 1934, 262 εργάτες είχαν χάσει τη ζωή τους σε ατύχημα μέσα σ’ ένα ορυχείο της Ουαλίας. Ο Κρόνιν, γνωρίζοντας από επαγγελματική πείρα το περιβάλλον της ζωής και της εργασίας όσων δούλευαν στα έγκατα της γης, είχε περιγράψει στο προηγούμενο βιβλίο του («Τ’ αστέρια κοιτάζουν τη γη», 1935) τις κοινωνικές αναταραχές σε μια κοινότητα ανθρακωρύχων από το 1903 ως το 1933.
Ο συγγραφέας μεταφέρει στον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματός του, Άντριου Μάνσον, τις δικές του εμπειρίες. Ο νεαρός γιατρός, στα 24 χρόνια του, ξεκινά να δουλεύει στα ορυχεία της Νότιας Ουαλίας με ενθουσιασμό, κάνοντας όπως ο Κρόνιν έρευνες για τις επαγγελματικές ασθένειες. Διορίζεται, όπως εκείνος, στην Υγειονομική Υπηρεσία των Μεταλλείων, όπου γίνεται υπεύθυνος για… την καταμέτρηση του επιδεσμικού υλικού! Η γραφειοκρατία απειλεί να διαλύσει το όραμά του, πριν καν μπορέσει να πάρει σχήμα.
Ο Μάνσον παραιτείται κι εγκαθίσταται με τη γυναίκα του στο Λονδίνο, όπου ως επόμενη επιλογή έρχεται η εξάσκηση του επαγγέλματος του γενικού γιατρού. Το όραμα του κάστρου απειλείται για άλλη μια φορά. Ο μόχθος της βιοπάλης τον αναγκάζει να συμπιέζεται μεταξύ των αρχών του και της ανάγκης για επιβίωση.
Ο νεαρός γιατρός αντιλαμβάνεται ότι κάθε οικονομική-κοινωνική τάξη έχει το γιατρό της, που πρέπει να της μοιάζει και στην εικόνα και στις αξίες. Οι γιατροί της αριστοκρατίας κάνουν ενέσεις με αποστειρωμένο νερό σε κυρίες που σκοτώνουν την ώρα τους με τέτοιου είδους επισκέψεις, πληρώνοντας 3 λίρες τη φορά, και χορηγούν φάρμακα σε ανθρώπους που δεν έχουν τίποτα, παροτρύνοντάς τους ολοένα να ξανάρχονται. Πολλοί από τους γιατρούς των «ανώτερων» στρωμάτων, που «μαζεύουν όσο περισσότερα μπορούν», χειρουργώντας σε ιδιωτικές κλινικές «ανεπίληπτης καθαριότητας, αλλά με πενιχρό εξοπλισμό», αποδεικνύονται σχεδόν κομπογιαννίτες.
Αργά αλλά σταθερά, ο νεαρός γιατρός πέφτει θύμα του ίδιου αυτού συστήματος που καταπολεμούσε. Αρχίζει να ξεχνά πώς μιλούσε για τη ζωή, λέγοντας ότι ήταν μια επίθεση στο άγνωστο, μια έφοδος προς τα πάνω, σα να έπρεπε να κυριεύσει κάποιο κάστρο που υπήρχε εκεί, στην κορυφή, μα δεν μπορούσε να το δει. Ευτυχώς, δεν έχει πάψει να είναι επιστήμονας. Μέσα από μια οδυνηρή αυτοκριτική, που τον οδηγεί σε αναθεώρηση της προσωρινά λανθασμένης πορείας του, ανακαλύπτει ότι, παρά τα τραγικά λάθη και τις αυταπάτες, δεν έχει χάσει τελείως την ανθρωπιά του.
«Γιατί ένας άνθρωπος να προσπαθεί να κάνει λεφτά από την πάσχουσα ανθρωπότητα;»
Το σύστημα που επιτρέπει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο ξεδιπλώνεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια, με πολλαπλασιασμένη τη φρίκη του, ακριβώς λόγω της ιδιαιτερότητας του χώρου στον οποίο οι γιατροί καλούνται να ασκήσουν το λειτούργημά τους. Γιατί είναι ένα σύστημα που αφήνει αποκλειστικά στην ατομική ευθύνη του κάθε γιατρού –και με προσωπικό κόστος– την επιλογή να «κάνει τη δουλειά του σωστά και τίμια» ή ν’ ανήκει στα «τσακάλια που κάνουν μπαλάκι μεταξύ τους τους αρρώστους, κυνηγώντας το χρήμα όλη την ώρα».
Ο γιατρός Άντριου Μάνσον θα περάσει δια πυρός και σιδήρου. Εν μέσω κλονισμών και προσωπικών τραγωδιών, θα ξεκινήσει στο τέλος με δύο άλλους συναδέλφους του για τον καινούργιο προορισμό του. Το όραμά του μπορεί να μην είναι πεντακάθαρο ακόμα… Ωστόσο, οδεύοντας προς τη νέα του ζωή, μπορούσε πλέον να δει ότι «πέρα εκεί στον ουρανό μπροστά του απλωνόταν το φωτεινό περίγραμμα ενός σύννεφου σχηματίζοντας μια σειρά από επάλξεις.»

ΠΙΤΣΑ ΣΩΤΗΡΑΚΟΥ
Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή
Ο Αντώνης δε θα σκολάσει απόψε
Η νουβέλα της Πίτσας Σωτηράκου «Ο Αντώνης δεν θα σκολάσει απόψε» επανεκδίδεται φέτος από τη Σύγχρονη Εποχή (πρώτη έκδοση 1986).
Η συγγραφέας αντλεί το υλικό της από πραγματικά γεγονότα και καταστάσεις, έτσι όπως τα έζησε η ίδια σαν γιατρός στη Λάρυμνα ή της αφηγήθηκαν γυναίκες της περιοχής. Θέμα του βιβλίου είναι τα έργα και οι ημέρες ενός νεαρού ζευγαριού και των παιδιών τους, που φεύγουν από την Τρίπολη για να εγκατασταθούν σ’ έναν από τους οικισμούς της ΛΑΡΚΟ.
Είναι η περίοδος της μεγάλης απεργίας του 1977. Στις 27 Γενάρη εκείνης της χρονιάς, σχεδόν 900 εργατοτεχνίτες της ΛΑΡΚΟ στη Λάρυμνα ξεκίνησαν μια απεργία που κράτησε 110 μέρες. Τα αιτήματά τους ήταν η αύξηση των μισθών κατά σχεδόν 20% και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Απέναντί τους είχαν όχι μόνο τον Μποδοσάκη, ιδιοκτήτη της επιχείρησης, αλλά και ολόκληρη την κρατική μηχανή.
Στις 5 Απρίλη, το απόγευμα, έγινε συγκέντρωση έξω από το εργοστάσιο με πρωτοβουλία των γυναικών της Λάρυμνας. Ο στόχος ήταν να μιλήσουν στους εργάτες που έφερνε η εταιρεία καθημερινά με δύο πούλμαν από την Αθήνα και τους χρησιμοποιούσε ως απεργοσπάστες. Να τους πουν για τον αγώνα που έδιναν.
«Οι συγκεντρωμένοι κάθισαν στην άσφαλτο τραγουδώντας εργατικά τραγούδια. Ο συνταγματάρχης της Χωροφυλακής, Ράλλης, τους είπε να διαλυθούν “γιατί θα το μετανιώσετε”. Η απάντηση που πήρε ήταν: “Αγωνιζόμαστε για το ψωμί μας και το ψωμί των παιδιών μας. Θέλουμε να εξηγήσουμε στους απεργοσπάστες ότι δεν είναι σωστό αυτό που κάνουν”. Όταν εμφανίστηκαν τα πούλμαν με τους απεργοσπάστες που συνοδεύονταν από αυτοκίνητο της Χωροφυλακής, οι 150 χωροφύλακες, εξοπλισμένοι με ρόπαλα, κράνη, ασπίδες και όπλα εκτόξευσης δακρυγόνων… όρμησαν ενάντια στους συγκεντρωμένους… Οι κρανοφόροι άρπαξαν 2-3 γυναίκες μαζί και παιδιά από τα χέρια και τα μαλλιά και τους έσερναν στην άσφαλτο, ματώνοντας τα πόδια τους, ενώ τα μωρά έκλαιγαν στην αγκαλιά τους…». (Ριζοσπάστης, 7 Απριλίου 1977)
Η 25χρονη ηρωίδα της νουβέλας, σύζυγος ενός εργάτη της «Μεγάλης Μεταλλευτικής Οικογενείας» που θησαύριζε κυριολεκτικά «δένοντας το ατσάλι με τα κομμάτια» των εργαζόμενών της, θ’ ανέβει ένα-ένα τα σκαλιά της ταξικής συνειδητοποίησης. Θα μεταβληθεί από άπραγη χωριατοπούλα σε ατρόμητη αγωνίστρια. Έμπρακτα θα γνωριστεί με την έννοια της εργατικής αλληλεγγύης και θα τολμήσει να ονειρευτεί μια ζωή πολύ πιο φωτεινή και ελπιδοφόρα από τη σκοτεινιά στην οποία την είχαν καταδικάσει να ζει.
«Σκεφτόταν… Τι θα ’πραττε για την «Αλληλεγγύη» τους αύριο; Όλα όσα έπραττε λίγα της φαίνονταν… Ούτε για το τηλέφωνο ένα τάλιρο δεν της βρισκόταν, εκεί είχε φτάσει, δίχως να θλίβεται ιδιαίτερα απ’ αυτήν την ανέχεια… Και για τις κάλτσες της, τα παπούτσια της που ’χαν σμπαραλιαστεί και σ’ άλλες περιστάσεις θα την έκαναν να ντρέπεται, ούτε γι’ αυτό στενοχωριόταν. Ούτε και για το λάδι του σπιτιού που τέλειωσε, ούτε για των παιδιών της το φαΐ που ’ταν λειψό και κακορίζικο. Την ξανάκλεισαν στην κλούβα και δεν οδυρόταν πια ότι χάνονταν. Τώρα υπήρχαν χέρια κοντινά, δικά της…»
Στις 7 Μάη οι νέες διαπραγματεύσεις των απεργών με την εργοδοσία της ΛΑΡΚΟ έφεραν αποτελέσματα και στις 14 Μάη διαφάνηκε η νίκη τους. Η εργοδοσία δέχθηκε να δώσει 17% αύξηση, 15 χιλιάδες οικονομική ενίσχυση και να επαναπροσλάβει τους απολυμένους. Η Γενική Συνέλευση των εργατών αποφασίζει τη λύση της απεργίας κι εκείνοι γυρίζουν στη δουλειά τους νικητές!
«Τα οφέλη από τη νίκη δεν είναι αυτά, που βλέπουμε στα οικονομικά. Είναι αυτά, που θα έρχονται και θα φαίνονται κάθε μέρα από σήμερα. Και δεν ανήκουν μόνο σε εμάς. Ανήκουν σε όλους τους εργάτες. Τους τα προσφέρουμε μαζί με τις θερμότερες ευχές και ευχαριστίες μας, σαν ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης για την καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμβολή τους στη νίκη μας…» (Ένωση Εργαζομένων Εταιρείας ΛΑΡΚΟ)
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας, ως ελάχιστη συμβολή στον αγώνα των απεργών της ΛΑΡΚΟ, είχε συγκεντρώσει τότε 38 χιλιάδες δραχμές. «Σαν γυναίκες και σαν μάνες καταλαβαίνουμε πολύ καλά ότι η απεργιακή κινητοποίηση είναι αγώνας για μια καλύτερη ζωή, για ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς».