Βιβλία για παιδιά και μεγάλους που δεν βαριούνται να διαβάζουν!

Το ζαχαρένιο σπιτάκι και ο μαύρος θάνατος

Το παραμύθι του Χένσελ και της Γκρέτελ έχει μια μακριά ιστορία μέσα στο χρόνο.

Τα δύο αδερφάκια που χάνονται στο μεγάλο δάσος και συναντούν το ζαχαρένιο σπιτάκι, αλλά και την κακιά μάγισσα που θέλει να τα παχύνει για να τα φάει, είναι γνωστό στους περισσότερους. Ωστόσο, το ίδιο το παραμύθι έχει και τη δική του ιστορία.

Ας κάνουμε μια διαδρομή προς τα πίσω, για να φτάσουμε στη μεσαιωνική Ευρώπη του 14ου αιώνα, λίγο πριν την πανούκλα του 1348. Είναι η εποχή της μεγάλης πείνας! Οι βροχές σε όλη τη διάρκεια της άνοιξης είχαν καταστρέψει την αγροτική παραγωγή. Με δυο λόγια, το στάρι σάπισε κι ο κόσμος στην Κεντρική Ευρώπη είπε το ψωμί ψωμάκι. Δεν ήταν μονάχα δυσεύρετο το ψωμί, μα και πανάκριβο. Οι άνθρωποι έτρωγαν ό, τι έβρισκαν (σκύλους, γάτες, μέχρι και ποντίκια) για να μην πεθάνουν από την πείνα. Τέλος, πήραν τα βουνά και τα δάση, αναζητώντας καρπούς, ρίζες και χόρτα για να τραφούν. Η ασιτία και η πνευμονική πανώλη θέρισαν χιλιάδες.

Μέσα σ’ αυτή την πραγματικότητα, γεννήθηκαν παραμύθια όπως αυτό. Πολλά παιδιά εγκαταλείπονταν στους δρόμους, όπου μπορεί να είχαν μία τελευταία ελπίδα να επιβιώσουν, όταν στην οικογένειά τους δεν είχε απομείνει πια ούτε ψίχουλο… Δεν αποκλείεται, οι Αδελφοί Γκριμ να ωραιοποίησαν λίγο την ιστορία που κατέγραψαν, επειδή φαίνεται άστοργο για μια μητέρα να «διώξει» τα παιδιά της, αντικαθιστώντας την με μητριά… Κατά τα άλλα, το παραμύθι ακολουθεί τα βήματα της πραγματικότητας. Τα δυο αδέρφια χάνονται στο δάσος όπου, στην αληθινή ζωή, θα έψαχναν για κάτι φαγώσιμο. Το ίδιο κάνουν και στο παραμύθι, γυρεύοντας φράουλες, όταν ένα ζαχαρένιο σπιτάκι ξεπροβάλλει μπροστά τους, για να ικανοποιήσει στην αρχή και τα πιο τρελά όνειρά τους. Δυστυχώς, μένουν με τα σάλια να τρέχουν. Στην αληθινή ζωή, η πιο σκληρή, η πιο άκαρδη μάγισσα είναι η ίδια η πείνα που, έχοντας πρώτα δείξει το όραμα του γεμάτου στομαχιού, εξολοθρεύει ζώα, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Στην παραμυθένια ζωή, εκείνο που φαίνεται με μια πρώτη ματιά είναι μόνο η κακιά μάγισσα, που τρώει παιδιά γιατί έτσι κάνουν οι μάγισσες…

Πέντε βιβλία για αναγνώστες κάθε ηλικίας κι ένα πασίγνωστο παραμύθι

ΚΑΡΛΟ ΚΟΛΟΝΤΙ

Εκδόσεις: Καστανιώτης, Ερατώ

Οι περιπέτειες του Πινόκιο 

Μια φορά κι έναν καιρό…

«Ένας βασιλιάς!» θα πουν αμέσως οι μικροί μου αναγνώστες.

«Όχι παιδιά, κάνατε λάθος. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κομμάτι ξύλου».

Ο Πινόκιο ή «Οι Περιπέτειες μιας Μαριονέτας» δεν είναι λαϊκό παραμύθι αν και ο συγγραφέας του ακολουθεί τις ρίζες και την παράδοση της πατρίδας του, της Ιταλίας. Ο Πινόκιο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες σ’ ένα περιοδικό για παιδιά, από το 1881 ως το 1883. Μετά εκδόθηκε σαν βιβλίο. Ο δημιουργός του, Κάρλο Κολόντι, διάλεξε αυτό το ψευδώνυμο από το χωριό της μητέρας του που βρίσκεται ανάμεσα στη Φλωρεντία και την Πίζα. Το πραγματικό επίθετό του είναι Λορεντσίνι.

Όμως, γιατί ο Κολόντι βιάζεται να ξεκαθαρίσει, από την αρχή κιόλας του παραμυθιού, πως η ιστορία του δεν πρόκειται ν’ ασχοληθεί με βασιλιάδες παρά μ’ ένα κομμάτι ξύλο που, μάλιστα, «δεν ήταν ένα ξύλο πολυτελές αλλά ένα απλό ξύλο, του σωρού, από αυτά που το χειμώνα ρίχνουμε στις σόμπες και στα τζάκια για να ανάψουμε φωτιά και να ζεστάνουμε τα δωμάτια»;… Γιατί το βάζει στα χέρια του Τζεπέτο, που δεν έχει κανέναν στον κόσμο και είναι ένας φτωχός, πολύ φτωχός μαραγκός που φτιάχνει μαριονέτες;… Το ότι είναι φτωχός ο μαραγκός δε χωράει αμφιβολία. Τόσο φτωχός που η φωτιά στο τζάκι του δεν ήταν αληθινή αλλά ζωγραφισμένη και δίπλα στη ζωγραφισμένη φωτιά ήταν ζωγραφισμένο κι ένα τσουκάλι που έβραζε κι έβγαζε ένα σύννεφο καπνού… Τόσο φτωχός που, όταν ο Πινόκιο πείνασε και βάλθηκε να τρέχει μέσα στο δωμάτιο και να ψάχνει όλα τα συρτάρια και όλες τις κρυψώνες για να βρει λίγο ψωμί, έστω ένα ξεροκόμματο, ένα παξιμάδι, έστω ένα κόκαλο που δεν έγλειψε ο σκύλος, λίγο μουχλιασμένο χυλό, ένα ψαροκόκαλο, ένα κουκούτσι από κεράσι, κάτι που θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να μασήσει… δε βρήκε τίποτα, απολύτως τίποτα!

Ίσως λοιπόν έγινε έτσι γιατί ο Κάρλο Λορεντσίνι (γνωστός πια σαν Κολόντι), μαζί με την ιστορία της μαριονέτας, θέλησε να διηγηθεί την ιστορία των φτωχών ανθρώπων της πατρίδας του που, αν και δούλευαν σκληρά, δεν κατάφερναν παρά ο κόπος τους να οδηγεί πάντα στη φτώχια. Έτσι, όταν ρωτούν τον Πινόκιο τι δουλειά κάνει ο πατέρας του, εκείνος απαντάει με μεγάλη βεβαιότητα: τον φτωχό! Ξέρει επίσης και πόσα κερδίζει:… κερδίζει τόσα όσα αρκούν για να μην έχει δεκάρα τσακιστή στην τσέπη. Στην Ιταλία εκείνης της εποχής, η ζωή για τους περισσότερους ήταν τόσο άθλια που αυτό δεν έκανε και τόσο μεγάλη εντύπωση.

Ο Τζεπέτο, για ν’ αγοράσει το αλφαβητάρι που χρειαζόταν ο Πινόκιο, έπρεπε να πουλήσει το τελευταίο δικό του πράγμα που άξιζε λίγα χρήματα. Βγήκε λοιπόν τρέχοντας από το σπίτι κι όταν επέστρεψε, κρατούσε στο χέρι ένα αλφαβητάρι για το παιδί, αλλά δε φορούσε το παλτό του. Ο κακομοίρης ήταν με το πουκάμισο ενώ έξω χιόνιζε.

Ο Πινόκιο μελαγχόλησε γιατί τη φτώχια, όταν είναι αληθινή φτώχια, την καταλαβαίνουν όλοι, ακόμα και τα παιδιά.

Και το παλτό σου μπαμπά;

Το πούλησα.

Γιατί το πούλησες;

Γιατί ζεσταινόμουνα.

Ο Πινόκιο κατάλαβε αμέσως ποια ήταν η αλήθεια και μη μπορώντας να συγκρατήσει τη συγκίνησή του, πήδηξε στο λαιμό του Τζεπέτο και άρχισε να τον φιλά σε όλο το πρόσωπο.

Κι ίσως γι’ αυτό το λόγο, ο συγγραφέας του Πινόκιο δε διάλεξε για πρωταγωνιστή του παραμυθιού του ένα βασιλιά, αλλά ένα απλό κομμάτι ξύλο: για να συνδέσει την τύχη του με το φτωχό μαραγκό που ονειρεύτηκε να φτιάξει μ’ αυτό μια ξεχωριστή μαριονέτα. Γιατί -εδώ που τα λέμε- κανένας βασιλιάς δεν θα κατάφερνε να προκαλέσει τέτοια συγκίνηση  σε μια, έστω και ξεχωριστή, μαριονέτα…

ΕΥΓΕΝΙΑ ΦΑΚΙΝΟΥ

Εκδόσεις: Κέδρος

Μια μικρή καλοκαιρινή ιστορία  

            Βραβευμένο βιβλίο για παιδιά μικρών ηλικιών από μια εξαιρετική συγγραφέα που έχει αποδείξει την ιδιαίτερη ευαισθησία της σε πολλά θέματα.

            Το ταξίδι της μικρής Μαρίας στη Ναύπακτο, τόπο διαμονής του παππού και της γιαγιάς της, προσδιορίζεται αυτή τη φορά από μια ιδιομορφία ή μάλλον από μία απουσία. Ο παππούς δε βρίσκεται πια κοντά τους… Η οικογένεια πρέπει να συνηθίσει αυτή την απουσία, αλλά για τα παιδιά ο θάνατος δεν είναι μόνο μια κατάσταση δύσκολη και επώδυνη, είναι  ακατανόητη.

            Παρά το γεμάτο «γωνίες» θέμα, η ιστορία της Μαρίας είναι γραμμένη με άνεση, ακόμα και με χιούμορ. Το μικρό κορίτσι, με τη βοήθεια και κάποιων μεγάλων, προσπαθεί να διαχειριστεί την απώλεια του αγαπημένου παππού ο οποίος, αν και απών, πλημμυρίζει τις σελίδες του βιβλίου της Ευγενίας Φακίνου. Το λατρεμένο πρόσωπο μπορεί να έφυγε αλλά δε χάθηκε για τους ανθρώπους που αγάπησε και το αγάπησαν.

            Η Μικρή Καλοκαιρινή Ιστορία, ένα κομψοτέχνημα της παιδικής λογοτεχνίας, είναι στην πραγματικότητα μια μεγάλη και υπέροχη ιστορία για την τρίτη ηλικία, για όλα τα όμορφα που περνάνε σα θησαυροί από γενιά σε γενιά, για τη φυσικότητα του πόνου και τη διαχείριση της οδύνης, για την αξιοπρέπεια στη ζωή και το θάνατο.

ΖΩΡΖ ΣΑΡΗ *

Εκδόσεις: Πατάκης

Τα γενέθλια 

Η εφτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών ανέτρεψε πολλές ισορροπίες οι οποίες, ούτως ή άλλως, και πριν από την επιβολή της ήταν ασταθείς. Οι πιο ασταθείς ήταν όσες αφορούσαν στη ζωή των παιδιών, που βρέθηκαν να παρασέρνονται στη δίνη των εξελίξεων. Η παιδική ηλικία κακοποιήθηκε και στιγματίστηκε ανεξίτηλα από τον τρόμο και την ανασφάλεια της βίας και του χαφιεδισμού.

Οι συγγραφείς βιβλίων για παιδιά και νέους στόχευσαν σε πολλές πλευρές των γεγονότων εκείνων. Περιέγραψαν με ενάργεια το απότομο γκρέμισμα της αθωότητας όσων παιδιών αναγκάστηκαν να μάθουν με τον πιο σκληρό τρόπο ότι η φυλακή εκείνες τις μέρες δεν προοριζόταν για τους κλέφτες αλλά –κυρίως– για τους αγωνιστές. Πολλά από αυτά έμειναν για πάντα με το στίγμα της βίαιης σύλληψης των γονιών τους.

Στο μυθιστόρημα της Ζωρζ Σαρή, η οκτάχρονη Άννα έχει την ατυχία να γιορτάζει τα γενέθλιά της στις 21 Απριλίου! Για εκείνη την ημέρα ονειρεύεται πολύχρωμα μπαλόνια και περιμένει όλα τ’ αγαπημένα της πρόσωπα. Ξημερώνοντας όμως, βγαίνουν τα τανκς στους δρόμους της Αθήνας! Δεν θα προλάβει να γιορτάσει γενέθλια εκείνη τη χρονιά. Η ζωή της αναποδογυρίζεται. Συγγενείς και φίλοι βιάζονται να το σκάσουν λες και είναι κακοποιοί «για να μην πάνε φυλακή»… Τρυφερά παιδάκια που δεν έχουν συμπληρώσει την πρώτη δεκαετία της ζωής τους αναγκάζονται να φυλάνε σαν κέρβεροι φοβερά μυστικά που, αν τολμήσουν να τα ξεστομίσουν, θα βρουν την οικογένειά τους συμφορές… Γονείς συμμαθητών συλλαμβάνονται ή εξαφανίζονται, ενώ καινούργιες λέξεις (Γυάρος, εξορία) έρχονται να στοιχειώσουν τις ήδη λεηλατημένες ζωές τους…

Διαβάζοντας ένα τέτοιο βιβλίο τα σημερινά παιδιά, θα έχουν διπλό κέρδος. Οι καλογραμμένες λογοτεχνικές σελίδες θα τα βοηθήσουν να προσεγγίσουν πιο εύκολα τα ιστορικά γεγονότα. Επιπλέον, ίσως αρχίσουν να αντιλαμβάνονται, όσο απίθανο και αν τους φαίνεται, ότι ούτε η σύγχρονη γενιά πρόκειται να εξαιρεθεί από το μερίδιό της στη δυναμική διαμόρφωση  της ιστορίας. Τα σημερινά παιδιά ανήκουν στη γενιά που θα διαλύσει το απατηλό νεφέλωμα των κάλπικων ονείρων και των προσωρινών λύσεων του ατομικού μικρόκοσμου και θα το αντικαταστήσει με το ρωμαλέο όραμα μιας άλλης κοινωνίας, ξεφεύγοντας από τις αυταπάτες της αταξικής προσέγγισης προβλημάτων και λύσεων. Αυτά τα παιδιά, παρά τις σκληρές μάχες που θα δώσουν, κυρίως όμως χάρη σε αυτές, θα έχουν  το προνόμιο να ζήσουν τα μεγάλα γεγονότα της εποχής τους και να συμβάλουν με τη δράση τους στο χτίσιμο του καινούργιου κόσμου που έρχεται…

* Η Ζωρζ Σαρή συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος της ΕΠΟΝ. Για εκείνα τα χρόνια η ίδια λέει:Τα χρόνια της κατοχής ήταν χρόνια χαράς και ελευθερίας. Από δυστυχισμένοι γίναμε ευτυχισμένοι. Κι αυτό γιατί διαλέξαμε το δρόμο της ζωής κι ας υπήρχε θάνατος μέσα. Θρηνούσαμε και χαιρόμασταν όλοι μαζί. Δε φοβόμασταν όμως. Υπήρχε ένας στόχος, η απελευθέρωση. 

ΒΙΒΙΕΝ ΑΛΚΟΚ

Μετάφραση: Μαριάννα Τζιατζή

Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή

Η αδελφή κούκος 

            «Ο θηλυκός κούκος αφήνει το αυγό του στη φωλιά ενός άλλου πουλιού και πετά μακριά. Κι όταν γίνει η επώαση του αυγού, ο νεαρός κούκος μεγαλώνει και μεγαλώνει, ώσπου μια μέρα δίνει μια σπρωξιά και διώχνει τον αληθινό νεοσσό από τη φωλιά.»

            Στην αφετηρία της νουβέλας αυτής βρίσκεται το συνταρακτικό και επώδυνο για την οικογένεια γεγονός της απαγωγής ενός μωρού. Μία από τις εκατοντάδες απαγωγές που συμβαίνουν στον κόσμο για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Αλλά στο βιβλίο της Βίβιεν Άλκοκ το ίδιο το γεγονός αποκτά δευτερεύουσα σημασία, καθώς στο προσκήνιο της ιστορίας αναρριχώνται, όσο προχωρά η πλοκή, οι  λεπτές και εντελώς ασταθείς ισορροπίες των οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων όσων προσώπων εμπλέκονται, ως υποκείμενα και αντικείμενα ταυτόχρονα, στην τραυματική αυτή εμπειρία.

            Η 11χρονη Κέιτ είναι το μοναχοπαίδι μιας ευυπόληπτης μεσοαστικής οικογένειας που ζει στο Λονδίνο. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε ως τα πέντε της χρόνια, οπότε –εντελώς τυχαία– μαθαίνει ότι προϋπήρχε μία μεγαλύτερη αδελφή την οποία κάποιος απήγαγε σε βρεφική ηλικία. Ξαφνικά, μία δεκατριάχρονη κοπελίτσα έρχεται να ταράξει τη φλεγματική και αξιοσέβαστη επιφάνεια εκείνου του τυπικού Λονδρέζικου σπιτικού που, κάτω από το λούστρο της, καμιά ηρεμία δεν κρύβει. Πρόκειται άραγε για την Έμα, την απαχθείσα πρωτότοκη;… Είναι ειλικρινές το γράμμα που η νεαρή «Ρόζι» φέρνει στην υποτιθέμενη οικογένειά της για να εξηγηθούν οι λόγοι της απαγωγής αλλά και της επιστροφής της;… Άραγε η «Ρόζι» αγνοεί πράγματι το γεγονός και τους λόγους αυτούς;… Ή μήπως η ευάλωτη οικογένεια κάλεσε στη φωλιά της οικειοθελώς έναν «κούκο», αποφασισμένο να «εκδιώξει» το κανονικό παιδί για ν’ αρπάξει τη θέση, τα προνόμια και την αγάπη που ανήκαν δικαιωματικά σε κάποιον άλλον;…

            Η νουβέλα της Βίβιεν Άλκοκ, γραμμένη σε ύφος απλό και ελκυστικό, έχει ένα βάθος που δεν κραυγάζει στην πρώτη ανάγνωση. Είναι για πιο υποψιασμένους αναγνώστες, εφήβους ή ενηλίκους. Η ραγδαία εξελισσόμενη αντίθεση που δημιουργείται ανάμεσα στο δεκατριάχρονο κορίτσι και την πιθανόν βιολογική οικογένειά του πηγάζει και από λόγους κοινωνικούς. Η μικρή «Ρόζι» (ή μήπως «Έμα»;…) ανήκει στα λαϊκά στρώματα του Λονδίνου ή τουλάχιστον ανάμεσα σε αυτά έζησε ώσπου ν’ αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο μιας διαφορετικής καταγωγής. Η συγγραφέας, στο ίδιο μήκος κύματος με την κινηματογραφική ματιά του Μάικ Λη, περιγράφει ένα «άλλο» Λονδίνο που ζει, δουλεύει, αγωνιά, πίνει, βρίζει, τσακώνεται και διασκεδάζει μακριά και χώρια από τις γεμάτες υποκρισία οικογένειες των εύπορων συνοικιών. Είναι δεδομένη η περιφρόνηση των «ανώτερων» οικονομικά στρωμάτων για τους ανθρώπους από τις λαϊκές γειτονιές. Από την άλλη μεριά, οι «καθωσπρέπει» σνομπ αστοί ανήκουν σ’ ένα περιβάλλον άγνωστο κι απωθητικό για τους κατοίκους των λαϊκών περιοχών.

               Η απέχθεια αυτή εκδηλώνεται εκατέρωθεν, άλλοτε ασυνείδητα κι άλλοτε συνειδητά, όταν η πιθανότητα της εξ αίματος συγγένειας αναγκάζει την οικογένεια της νουβέλας να συμβιώσει. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, η διαδρομή που έχουν να διανύσουν ενήλικοι και ανήλικοι, μπροστά στο ενδεχόμενο μιας αναγκαστικής ώσμωσης, αποδεικνύεται δύσκολη και συντελείται σε καθεστώς καχυποψίας και αμηχανίας. Τα δυο κορίτσια, οι πιο εύθραυστες –λόγω ηλικίας και συνθηκών– προσωπικότητες, είναι εκείνα που υφίστανται τις εντονότερες επιπτώσεις της διαρκούς αλληλοσύγκρουσης συναισθημάτων και καταστάσεων, εξαιτίας της αβεβαιότητας αλλά και των διαφορών που χωρίζουν τα αντίθετα μοντέλα ζωής και αξιών.

            Ένα αξιόλογο βιβλίο, που διαβάζεται και ξαναδιαβάζεται από εφήβους, από γονείς και δασκάλους, από όσους αναγνώστες -κάθε ηλικίας- αγαπούν την καλοδουλεμένη λογοτεχνία.

ΧΟΣΕ ΜΑΟΥΡΟ ΝΤΕ ΒΑΣΚΟΝΣΕΛΟΣ *

Απόδοση στα Ελληνικά: Άλκη Ζέη

Εκδόσεις: Κέδρος, Μεταίχμιο

Όμορφη πορτοκαλιά μου 

            Πόσο πλούσιος μπορεί να είναι ο μικρόκοσμος ενός παιδιού που δεν έχει ακόμα κλείσει τα έξι του χρόνια;…

            Ο μικρός Βραζιλιάνος Ζεζέ (Ιωσήφ), απόγονος Ινδιάνων, ξεχειλίζει από φαντασία και όνειρα, είναι ένα παιδάκι γεμάτο ζωή. Όμως το περιβάλλον μέσα στο οποίο γεννήθηκε αυτό το πολύχρωμο αγριολούλουδο είναι φτωχό. Τόσο φτωχό που το μικρομάγαζο της γειτονιάς του λέγεται «ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΕΙΝΑ»…

            «Η μαμά δούλευε από τότε που γεννήθηκε. Σαν ήτανε έξι χρονώ τη βάλανε στο εργοστάσιο. Την καθίζανε πάνω σ’ ένα τραπέζι κι έπρεπε να καθαρίζει και να σκουπίζει διάφορα εργαλεία. Ήτανε τόσο μικρούλα, που κατουριότανε πάνω στο τραπέζι, γιατί δεν μπορούσε να κατέβει μόνη της από κει πάνω. Γι’ αυτό λοιπόν δεν πήγε ποτέ σχολείο και δεν έμαθε γράμματα…»

            Η οικογένεια έχει πέντε παιδιά. Ένα ακόμα αδερφάκι «το δώσανε» για να ’χουν ένα στόμα λιγότερο να θρέψουν. Ο πατέρας άνεργος, η μητέρα δουλεύει σκληρά, η αδερφή «που ’χει διαβάσει του κόσμου τα πράγματα δε βρήκε αλλού δουλειά και πήγε στο εργοστάσιο».

            «Γιατί ο Χριστούλης δε μας αγαπάει εμάς;… Αν πας σε κάτι άλλα σπίτια, θα δεις το τραπέζι γεμάτο απ’ όλα τα καλά. Γι’ αυτό λέω πως ο Χριστός γεννήθηκε φτωχός μόνο και μόνο για να κάνει μπούγιο. Ύστερα θα ’δε πως μονάχα οι πλούσιοι αξίζουνε τον κόπο…»

            Όμως ο μικρός Ζεζέ, πριν ακόμα κάνει φίλους πραγματικούς, απόκτησε μια φανταστική φίλη. Είναι μια μικρή πορτοκαλιά που μεγαλώνει κι αυτή μαζί του. Ο Ζεζέ κι η πορτοκαλιά καταλαβαίνονται σαν αδέρφια. Η πορτοκαλιά μιλάει στο Ζεζέ, αφού «τα δέντρα μιλάνε από παντού. Από τα φύλλα, τα κλαριά, τις ρίζες». Όταν κολλάει τ’ αυτί του στον κορμό της ακούει την καρδιά της να χτυπάει. Και το μικρό αγόρι της τα λέει όλα. Για τη φτώχεια τους, που κάνει τους ανθρώπους να γίνονται σκληροί όσο και η ζωή τους, για τους καημούς του, για τις πρώτες σκέψεις του, για τα όνειρα και τα παιχνίδια του, ακόμα και για τις σκανταλιές του. Η πορτοκαλιά είναι το ορόσημο που χωρίζει τους δύο κόσμους του Ζεζέ, ενός από τα εκατομμύρια παιδιά κάποιων κατώτερων θεών, που χορταίνουν την πείνα τους με τα όνειρα κι ομορφαίνουν τις μίζερες μέρες τους με το είδος εκείνο της φαντασίας που είναι δυνατό να κυοφορήσει την ελπίδα…

* Ο Χοσέ Μάουρο ντε Βασκονσέλος (1920-1984), από μητέρα Ινδιάνα και πατέρα Πορτογάλο, γεννήθηκε στο Μπανγκού του Ρίο ντε Τζανέιρο. Ως αυτοδίδακτος, άσκησε διάφορα επαγγέλματα: προπονητής μποξέρ, εργάτης γης, ψαράς και δάσκαλος σε σχολή ψαράδων, ώσπου άρχισε να ταξιδεύει για να γνωρίσει τη χώρα του. Ζώντας με τους Ινδιάνους έμαθε ιστορίες και παραδόσεις που μπόρεσε να αναπλάσει στα κείμενά του.

ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΙ

Μετάφραση: Μίλια Ροζίδη

Εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή

Η φλογερή καρδιά του Ντάνκο και άλλα διηγήματα

            Εφτά λογοτεχνικά διαμάντια από τον Μαξίμ Γκόρκι προσφέρουν στον αναγνώστη οποιασδήποτε ηλικίας την πολύτιμη εμπειρία του Ρώσου συγγραφέα, που έγινε ο ακούραστος αφηγητής της λαϊκής ψυχής.

           Ανάμεσά τους, η ιστορία «Ο παππούς Αρχίπ και ο Λιόνκα» περιγράφει ανάγλυφα το τραχύ οδοιπορικό δύο άτυχων ζητιάνων -του υπέργηρου Αρχίπ και του εγγονού του Λιόνκα- στην εξαθλίωση και την εξαχρείωση, στην καταισχύνη και το διασυρμό, στον ηθικό και το φυσικό θάνατο…

            Η τραγική μοίρα εκατομμυρίων ανυπεράσπιστων ανθρώπων (ηλικιωμένων, κυρίως, και παιδιών) στην προεπαναστατική Ρωσία βρήκε τη λύρα της στην οξυδερκή πένα όχι μόνο του Γκόρκι, αλλά και πολλών άλλων ανήσυχων συγγραφέων που, είτε έζησαν για να δουν τους χτεσινούς «δούλους» να σπάνε τις αλυσίδες τους είτε όχι, σήκωσαν ανάστημα με το έργο και με τη δράση τους ενάντια στις εκμεταλλευτικές σύγχρονές τους κοινωνίες.

            Όπως και σε άλλα έργα με κεντρικούς ήρωες από την τρίτη ηλικία, το διήγημα αυτό του Γκόρκι αφήνει πίσω του μια πικρή γεύση. Τα γηρατειά είναι απ’ όλες τις ηλικίες η πιο ανήμπορη και η πιο άχαρη. Η φθίνουσα κατάσταση της ζωής των ηλικιωμένων απαιτεί φροντίδα και προστασία. Όμως η προστασία δεν μπορεί να εξαντλείται στους κόλπους της οικογένειας, που, κατά κύριο λόγο, συναισθηματική κάλυψη πρέπει να παρέχει στα υπέργηρα μέλη της. Η τρίτη ηλικία έχει ανάγκη από την πλήρη και εξειδικευμένη φροντίδα της πολιτείας που οφείλεται στους απόμαχους της δουλειάς από το σύνολο μιας κοινωνίας.

            Αυτονόητο πάντως είναι ότι, όσο είμαστε δεμένοι με το σύστημα που μετρά τον άνθρωπο σαν οικονομική μονάδα, σα μονάδα κέρδους για το μεγάλο κεφάλαιο, όσο υφίσταται η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, η τρίτη ηλικία θα μετριέται με την «αυξανόμενη συμμετοχή της στην αγορά εργασίας». Αλλιώς, οι εκπρόσωποί της θα πετιούνται στον Καιάδα, επειδή  «ζούνε πολύ»!…